Σοβαρούς πονοκεφάλους στις διοικήσεις των ελληνικών εταιρειών τηλεπικοινωνιών προκαλεί έκθεση που δημοσιοποιήθηκε χθες από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πολύ υψηλά τιμολόγια κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα δεν αποδίδονται στη βαριά φορολογία, αλλά στο γεγονός ότι η ελληνική αγορά έχει έντονα ολιγοπωλιακή διάρθρωση που εμποδίζει την καλή λειτουργία του ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με την έρευνα, η χώρα μας έχει από τα υψηλότερα τιμολόγια στην κινητή τηλεφωνία στην Ευρώπη και παραμένει η λιγότερο ανταγωνιστική μεταξύ των 28 κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Το ενδιαφέρον είναι πως η έκθεση παραγγέλθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και όχι από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η οποία παρακολουθεί επί χρόνια απαθής τις εξελίξεις στην εγχώρια αγορά.
Η έκθεση, που έγινε από την φινλανδική εταιρεία Rewheel, έρχεται να καταρρίψει όσα υποστηρίζουν οι διοικήσεις των ελληνικών εταιρειών τηλεπικοινωνιών για τις υψηλές τιμές στην κινητή τηλεφωνία, όπως για παράδειγμα ότι αυτές οφείλονται στην υψηλή φορολογία, καθώς υποστηρίζει πως τα τιμολόγια είναι υψηλά ακόμα και χωρίς τους φόρους.
Καταρρίπτει, επίσης, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο οι τελικές τιμές που απολαμβάνουν οι καταναλωτές είναι μικρότερες από τις τιμές που αναγράφονται στους επίσημους τιμοκαταλόγους επειδή γίνονται εκπτώσεις και προσφορές. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας «σε πολλές αγορές συχνά προβαίνουν σε εκπτώσεις από τις τιμές που διαφημίζουν στις ιστοσελίδες τους σε ειδικές συμφωνίες που ισχύουν μόνο για ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών. Υπό αυτήν την έννοια, οι ελληνικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας δεν είναι μοναδικές. Αυτές οι εκπτώσεις συνήθως κυμαίνονται από 10% έως 30%».
Έτσι, «στην Ιταλία, η τιμή καταλόγου της Vodafone για πρόγραμμα κινητής που περιλαμβάνει 50 gigabyte δεδομένων (και απεριόριστα λεπτά ομιλίας και SMS) είναι 12.99 ευρώ, (…). Ωστόσο, οι καταναλωτές που ζητούν νέο αριθμό σύνδεσης και οι καταναλωτές που προτίθενται να αλλάξουν πάροχο, απολαμβάνουν έκπτωση περίπου 31%, καθώς η χρέωση γι αυτούς είναι 8,99 EUR ανά μήνα». H Vodafone Ελλάδος «παρέχει έκπτωση στην χρέωση καταλόγου του πακέτου RED Start κατά 35%, από 43 ευρώ σε 27,95 ευρώ το μήνα, μόνο όταν ο καταναλωτής ζητάει νέο αριθμό σύνδεσης ή όταν προτίθεται να αλλάξει πάροχο, μεταφέροντας τη γραμμή του από την Cosmote ή τη Wind, κατ’ αντιστοιχία με τη Vodafone Ιταλίας. Ωστόσο, ακόμα και στην τιμή αυτή, το εν λόγω πρόγραμμα που παρέχει μόνο 3 gigabytes δεδομένων (και 1000 λεπτά ομιλίας και SMS) κοστίζει τρεις φορές περισσότερο από ό,τι πληρώνουν κάποιοι Ιταλοί καταναλωτές για να αγοράσουν 50 gigabytes δεδομένων (και απεριόριστα λεπτά ομιλίας και SMS)».
Η Rewheel εξηγεί πως «με μηνιαίο προϋπολογισμό 60 ευρώ - μηνιαίο ποσό που μπορούν να ξοδέψουν πολύ λίγοι καταναλωτές στην Ελλάδα – οι Έλληνες καταναλωτές θα μπορούσαν να αγοράσουν τον Οκτώβριο του 2019 ένα πρόγραμμα κινητής με το πολύ 5 gigabyte δεδομένων και 1000 λεπτά ομιλίας εντός Ελλάδας. Η Ελλάδα κατατάχθηκε ως η χώρα με τα λιγότερα gigabytes δεδομένων που θα μπορούσαν να αγοραστούν με 60 ευρώ τον Οκτώβριο του 2019». Μετά τις μειώσεις του περασμένου Μαρτίου «ο καταναλωτής στην Ελλάδα με 60 ευρώ θα μπορούσε να αγοράσει ένα επιπλέον gigabyte από ό,τι τον Οκτώβριο του 2019 (6 έναντι 5 gigabytes)».
Πόσα gigabytes αγοράζεις με 30 ευρώ: η Ελλάδα ουραγός
Κατά την φινλανδική εταιρεία «οι τιμές στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλές ακόμα και εάν εξαιρεθούν οι φόροι κινητής τηλεφωνίας» και «οι περισσότεροι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν 10-20 ευρώ το μήνα για να αγοράσουν προγράμματα με ελάχιστα δεδομένα (π.χ. 200 megabyte), ενώ σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, όπου το γενικό επίπεδο τιμών καταναλωτή είναι πολύ υψηλότερο, οι καταναλωτές αγοράζουν 5-100 gigabyte με περίπου 15 ευρώ το μήνα».
Όσο για τους λόγους που τα τιμολόγια είναι υψηλά τονίζεται πως το επίπεδο τιμών στις αγορές κινητής τηλεφωνίας της ΕΕ28 επηρεάζεται κυρίως από τον βαθμό αποτελεσματικού ανταγωνισμού παρά από το γενικό επίπεδο τιμών της χώρας ή από άλλους εξωγενείς παράγοντες.
Ειδικότερα, «οι τιμές κινητής τηλεφωνίας στις αγορές της ΕΕ28 καθορίζονται τόσο από τον αριθμό (3 έναντι 4) των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας που δραστηριοποιούνται σε αυτές όσο και από τα χαρακτηριστικά τους. Τυχόν συμφωνίες κοινοχρησίας δικτύων και φάσματος θα μπορούσαν επίσης, ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής και τη γεωγραφική εμβέλεια της συμφωνίας, να περιορίσουν ή ακόμη και να εμποδίσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στις αγορές κινητής τηλεφωνίας». Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας «σε αγορές με 3 ανταγωνιστές, χρεώνουν μια μέση μηνιαία τιμή που είναι 2 φορές υψηλότερη από τη μέση μηνιαία τιμή που χρεώνουν οι ΕΚΤ όταν υφίστανται 4 ανταγωνιστές (44€ έναντι 22€)».
Προστίθεται πως, σε αντίθεση με την Ελλάδα που υπάρχουν τρεις εταιρείες κινητής, αφού η Forthnet δεν έχει ακόμα δραστηριοποιηθεί ως εικονικός πάροχος, «η παρουσία ενός τέταρτου φορέα εκμετάλλευσης δικτύου κινητής τηλεφωνίας οδηγεί σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές στην αγορά». Η παρουσία μιας τέταρτης εταιρείας δεν οδηγεί μόνο σε μείωση της χαμηλότερης διαθέσιμης τιμής στην αγορά, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά και σε σημαντική μείωση της μέσης μηνιαίας τιμής της χώρας.
«Η ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας κατατάχθηκε ως η αγορά με την τρίτη υψηλότερη βαθμολογία δείκτη κλειστού ολιγοπωλίου μεταξύ των αγορών των κρατών μελών της ΕΕ28 στη μελέτη μας του 2015 και αυτή με τη δεύτερη υψηλότερη βαθμολογία στη μελέτη μας του 2016» υποστηρίζουν η Rewheel.
Τρεις «παίκτες» με σταθερά μερίδια
Τα συμπεράσματα της μελέτης για την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς είναι άκρως ανησυχητικά, στο βαθμό που καταδεικνύουν ότι λειτουργεί ανεπαρκώς ο ανταγωνισμός σε βάρος του καταναλωτή.
Ειδικότερα, στην έκθεση σημειώνεται ότι:
Η ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας ελέγχεται από τους ίδιους τρεις φορείς/εταιρίες κινητής τηλεφωνίας (ΕΚΤ) τα τελευταία 20 χρόνια: την Cosmote που ανήκει στον όμιλο Deutsche Telekom, την Vodafone που ανήκει στον όμιλο Vodafone και την Wind Greece, στην οποία συμμετέχουν θεσμικοί επενδυτές. Τα μερίδια αγοράς των τριών φορέων κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την EETT είναι εν πολλοίς σταθερά από το 2009. Η Cosmote ελέγχει περίπου το 50% της αγοράς, η Vodafone περίπου 30% και η Wind περίπου 20%. Η Vodafone και η Wind, από το 2013, έχουν προβεί σε συμφωνία κοινοχρησίας δικτύου 2G/3G. Σύμφωνα με δημοσιευμένες πληροφορίες, οι δύο αυτές ΕΚΤ επιδίωξαν να μοιραστούν περίπου το 70% των επαρχιακών δικτύων τους και το 40% των περιοχών που ταξινομούνται ως αστικές. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε ότι η ΕΕΤΤ έλαβε το 2018 από τη Vodafone και τη Wind αίτηση για έγκριση της επέκτασης της υφιστάμενης συμφωνίας κοινής χρήσης δικτύου για να συμπεριλάβει και την τεχνολογία 4G. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αίτηση εξετάζεται επί του παρόντος από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕΤΤ. Έως το Μάρτιο του 2020, δεν ήταν σαφές εάν η ΕΕΤΤ ενέκρινε το τελευταίο αίτημα κοινής χρήσης δικτύου από τη Vodafone και τη Wind.
- Σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, τα αιτήματα και οι εγκρίσεις φορητότητας αριθμών κινητής τηλεφωνίας (MNP) έχουν μειωθεί σταθερά από το 2013 όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Τα αιτήματα φορητότητας αριθμών κινητής τηλεφωνίας και μεταφερθέντες αριθμοί δείχνουν τη μεταστροφή των πελατών στην αγορά. Το γεγονός ότι όλο και λιγότεροι πελάτες μετακινούνται από τη μία ΕΚΤ στην άλλη δημιουργεί διάφορα προβλήματα ανταγωνισμού.