Μόλις μία παραγγελία για τη ναυπήγηση νεότευκτου πλοίου υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του Απριλίου από τους Έλληνες πλοιοκτήτες, μια πτώση της τάξεως του 90% σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, δείγμα της επίδρασης της πανδημίας και στο επενδυτικό πρόγραμμα για την ανανέωση του ελληνόκτητου στόλου.
Σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκθεση του ναυλομεσιτικού οίκου Golden Destiny, σε διεθνές επίπεδο υποβλήθηκαν παραγγελίες για 69 πλοία αξίας 4,2 δις δολαρίων, έναντι 60 τον Απρίλιο του 2019 (+15%), αλλά και 91 πλοία (-24%), τον αμέσως προηγούμενο μήνα (Μάρτιος 2020). Συγκριτικά, τον Απρίλιο, οι Κινέζοι πλοιοκτήτες δαπάνησαν πάνω από 500 εκατ. δολάρια για τη ναυπήγηση 25 νέων πλοίων.
Στην περίπτωση των Ελλήνων, υποβλήθηκε μόνο μία παραγγελία από την Dynacom του ομίλου Προκοπίου, για την ναυπήγηση ενός δεξαμενόπλοιου μεταφορικής ικανότητας 158.000 τόνων dwt, με το ύψος της επένδυσης να διαμορφώνεται σε 55 εκατ. δολάρια. Μάλιστα, ακόμα και στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για ενεργοποίηση δικαιώματος προαίρεσης (option), που υπήρχε από προηγούμενο συμβόλαιο ναυπήγησης. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια εξ ολοκλήρου νέα παραγγελία, αλλά για την άσκηση ενός προϋπάρχοντος δικαιώματος, το οποίο εξασφαλίζει στην Dynacom προνομιακούς όρους παράδοσης και θέση ναυπήγησης.
Τον Μάρτιο, οι Έλληνες είχαν επενδύσει 456 εκατ. δολάρια για τη ναυπήγηση πέντε νέων πλοίων, συνολικής μεταφορικής ικανότητας 925.000 τόνων dwt. Πρόκειται για μια επίδοση, η οποία ήταν ανάλογη εκείνη του περσινού Μαρτίου, δείγμα ότι μέχρι και τον Μάρτιο, η σχετική δραστηριότητα δεν είχε εμφανίσει ιδιαίτερες «αναταράξεις». Ωστόσο, έκτοτε και με δεδομένη τη ραγδαία επιδείνωση του οικονομικού κλίματος σε διεθνές επίπεδο, σήμανε «συναγερμός» στα επιτελεία των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών.
Όπως συνέβη και στην περίοδο μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 και δημιούργησε σκηνικό «αποκάλυψης» και στην παγκόσμια εμπορική ναυτιλία, ιδίως κατά την διάρκεια του 2009, έτσι και σήμερα, οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν επιλέξει, σε πρώτη φάση, να αναστείλουν κάθε νέα επένδυση και να τηρήσουν στάση αναμονής, έως ότου υπάρξει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την πορεία του παγκοσμίου εμπορίου (δηλαδή για την έκταση της ύφεσης και τις προοπτικές ανάκαμψης).
Άλλωστε, σε ένα τέτοιο περιβάλλον αποφάσεις για την εκταμίευση ή τη λήψη χρηματοδότησης για τόσο σημαντικά ποσά επένδυσης, όπως αυτά που συνοδεύουν κάθε νέα ναυπήγηση, δεν μπορούν να λαμβάνονται προτού μελετηθούν όλες οι επιμέρους παράμετροι. Κατά κανόνα, οι Έλληνες πλοιοκτήτες είναι πιο συντηρητικοί από τους διεθνείς ομολόγους τους, επενδύοντας στην ποιότητα, παρά στην ποσότητα.
Σημαντική υποχώρηση το 2020
Πάντως, σύμφωνα με τους ναυλομεσιτικούς οίκους και τους ξένους αναλυτές, το 2020 αναμένεται να χαρακτηριστεί από σημαντική υποχώρηση των επενδύσεων από τους πλοιοκτήτες, τόσο τους Έλληνες, όσο και τους ξένους, παρότι μέχρι και τις αρχές του έτους, η εικόνα φάνταζε περισσότερο αισιόδοξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει μέχρι στιγμής η BIMCO, o μεγαλύτερος φορέας πλοιοκτητών διεθνώς, κατά την διάρκεια του φετινού πρώτου τριμήνου, ο όγκος των νέων παραγγελιών πλοίων υποχώρησε κατά 55% σε ετήσια βάση, καθώς υπογράφηκαν συμφωνίες για νέα πλοία 6,6 εκατ. τόνων dwt, έναντι 14,7 εκατ. τόνων dwt κατά το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Όπως αναφέρει ο επικεφαλής αναλυτής ναυτιλίας της BIMCO, Πίτερ Σαντ, «η αβεβαιότητα σε σχέση με τους μελλοντικούς κανονισμούς για το περιβάλλον, αλλά και η εκτίμηση των εφοπλιστών για υποχώρηση της ζήτησης τα επόμενα χρόνια, είχαν ήδη επιδράσει αρνητικά σε ό,τι αφορά την πρόθεση για νέες παραγγελίες. Ωστόσο, μετά και την έλευση της πανδημίας του COVID-19, η τάση είναι ακόμα περισσότερο πτωτική, καθώς έχει επιδεινωθεί σημαντικά το κλίμα στην αγορά». Η μεγαλύτερη πτώση, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αφορά τον κλάδο των φορτηγών πλοίων, όπου υποβλήθηκαν παραγγελίες για πλοία μόλις 1,6 εκατ. τόνους dwt, από 6,9 εκατ. τόνους πριν από ένα χρόνο.