Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος μιας χώρας αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την οικονομική της ανάπτυξη, την προσέλκυση επενδύσεων και τη διαμόρφωση ενός υγιούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα, οι μακροχρόνιες αδυναμίες της Δικαιοσύνης έχουν δημιουργήσει σημαντικά εμπόδια στην οικονομική ανάκαμψη και τη βιώσιμη ανάπτυξη, και λόγω αυτού πλέον βρίσκεται σε φάση ριζικής αναδιαμόρφωσης, με εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Πώς η δικαιοσύνη επηρεάζει την οικονομία και την ανάπτυξη
Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση με την οικονομία μιας χώρας, όπως υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του ΟΠΕΔ την προηγούμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα ενα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα μπορεί να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, μέσω τριών βασικών διαύλων:
- Μέσω της αύξησης των επενδύσεων, καθώς η ικανότητα εκτέλεσης των συμβάσεων (contract enforcement), που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του, περιορίζει την επιχειρηματική και πολιτική αβεβαιότητα και ταυτόχρονα αυξάνει τις αναμενόμενες αποδόσεις.
- Μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας, καθώς διευκολύνει την είσοδο και έξοδο επιχειρήσεων από την αγορά, ενισχύοντας έτσι το δυναμισμό των επιχειρήσεων και υποβοηθώντας την αύξηση του μεγέθους τους και την καινοτομία.
- Μέσω της ευκολότερης πρόσβασης σε χρηματοδότηση, καθώς η ταχύτερη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύει την προσφορά πιστώσεων και βελτιώνει τους όρους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις τράπεζες.
Η διάρκεια της επίλυσης των διαφορών είναι καθοριστική για την ορθή λειτουργία της οικονομίας, αφού η έγκαιρη επίλυση μειώνει τον κίνδυνο ευκαιριακών αγωγών και βοηθά στην αποφυγή της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων με αδικαιολόγητα έξοδα που μπορεί να βλάψουν την ανταγωνιστικότητά τους και, για τις μικρές επιχειρήσεις, μπορεί ακόμη και να καθορίσουν την έξοδο από την αγορά.
Επιπλέον, οι οι μακροχρόνιες δίκες θέτουν σε κίνδυνο τη νομική βεβαιότητα και την εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα, επηρεάζοντας αρνητικά την εικόνα των δυνητικών ή ήδη υπαρχόντων επενδυτών στη χώρα.
Γενικότερα, η έγκαιρη και προβλέψιμη απονομή της δικαιοσύνης ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αύξηση των επενδύσεων και βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι παθογένειες του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης
Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η αποτελεσματικότητα του ελληνικού δικαστικού συστήματος κατατάσσεται μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρεάζοντας αρνητικά την οικονομική απόδοση της χώρας.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ήδη υπάρχουσες αδυναμίες στην αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης της Ελλάδας επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, λόγω παραγόντων που σχετίζονται τόσο με τη ζήτηση όσο και με την προσφορά. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, σημειώθηκε τεράστια αύξηση της ζήτησης για δικαστικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την υπερφόρτωση του συστήματος και την εμφάνιση σημαντικών περιπτώσεων αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και ιδιωτών.
Είναι γεγονός πως η Ελλάδα, σε σχέση με τον πληθυσμό της, διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό δικαστικών λειτουργών, με τη μέση αναλογία δικαστών ανά 100.000 κατοίκους να ανέρχεται σε 36,5%, έναντι 17,6% των χωρών του συμβουλίου της Ευρώπης.
Ωστόσο, αυτός ο αριθμός δεν συμβάλλει ουσιαστικά στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αφού η χώρα μας έχει μια από τις χειρότερες αναλογίες στην ΕΕ σε δικαστικούς υπαλλήλους και εισαγγελικούς λειτουργούς ανά πολίτη.
Παράλληλα, τα βοηθήματα και οι ενστάσεις που παρέχει το Ελληνικό Δίκαιο λειτουργούν ως τροχοπέδη στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς μια απλή δίκη συχνά εξελίσσεται σε μια ατέρμονη διαδικασία.
Η μελέτη του ΔΝΤ επιβεβαιώνει πως η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος θα μπορούσε να τονώσει την οικονομική απόδοση της Ελλάδας, επηρεάζοντας θετικά τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και την αγορά πιστώσεων.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν χώρες όπως η Πορτογαλία και η Σλοβακία, οι οποίες κατάφεραν να βελτιώσουν το δικαστικό τους σύστημα μέσω μεταρρυθμίσεων και έτσι να ωφελήσουν τις οικονομίες τους, προσελκύοντας νέες επενδύσεις και αυξάνοντας την παραγωγικότητα.
Μεταρρυθμίσεις σε εξέλιξη
Αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα αναδιαμορφώσουν το παρόν και το μέλλον της ελληνικής δικαιοσύνης, αξιοποιώντας σημαντικά κονδύλια που για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος δίνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αρχικά, προβλέπεται η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης προς τους δικηγόρους, με την οποία χιλιάδες υποθέσεις μεταφέρονται από τα δικαστήρια και υλοποιούνται από τους δικηγόρους. Μέσω της δράσης αυτής αναμένεται να ελαφραίνει ο δικαστηριακός φόρτος, ενώ παράλληλα οι πολίτες εξυπηρετούνται πολύ πιο γρήγορα.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η μεταφορά της δικαστηριακής ύλης στους συμβολαιογράφους από 1η Νοεμβρίου, που θα επιτρέψει σε χιλιάδες υποθέσεις να «ξεκολλήσουν» από τα δικαστήρια. Ως αποτέλεσμα, μια διαθήκη θα μπορεί να δημοσιευθεί μέσα σε μερικές ημέρες από τους περίπου 18 μήνες που χρειάζεται σήμερα.
Μέσω ενός προγράμματος ύψους 60 εκατ. ευρώ, τα δικαστικά κτίρια θα επισκευαστούν και θα κατασκευαστούν νέες, σύγχρονες υποδομές. Παράλληλα, η δικαιοσύνη περνάει στην ψηφιακή εποχή, μέσω πρωτοβουλίας συνολικού προϋπολογισμού 220 εκατ. ευρώ, με στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας και την εξοικονόμηση χρόνου και δαπανών, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το τέλος του 2026.
Τέλος, αυτήν τη στιγμή λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη επιμόρφωση εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών στον ευρωπαϊκό χώρο, η οποία αναμένεται να προσδώσει μια ποιοτική υπεραξία στην ελληνική δικαιοσύνη.
Τα πρώτα στοιχεία από την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη δείχνουν πως ο ρυθμός εκκαθάρισης των πρωτοδικείων της χώρας αυξήθηκε από 89% σε 94%, ενώ ο χρόνος έκδοσης πρωτοδικης απόφασης περιορίζεται πλέον σε 500 ημέρες, έναντι 700 που ήταν πριν την εφαρμογή της μεταρρύθμισης.
Αν εστιάσουμε στα δύο μεγαλύτερα πρωτοδικεία της χώρας τα αποτελέσματα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακά: Σύμφωνα με δηλώσεις του Ιωάννη Μπούγα, Υφυπουργού Δικαιοσύνης, στην Αθήνα ο δείκτης εκκαθάρισης αυξήθηκε κατά 15 μονάδες και έφτασε στο 101% από το 86%, ενώ ο χρόνος έκδοσης οριστικής απόφασης μειώθηκε κατά 27%. Στη Θεσσαλονίκη, ο δείκτης εκκαθάρισης έφτασε στο 104% από 88,6% και ο χρόνος έκδοσης οριστικής απόφασης μειώθηκε από τις 332 ημέρες στις 253.
Τελικός στόχος είναι έως το 2027 ο χρόνος έκδοσης τελεσίδικης απόφασης στην Ελλάδα να πλησιάζει τις 650 ημέρες, από 1.492 που απαιτούνταν το 2022.