Με τις δικές της δυνάμεις και με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχεδιάζει η κυβέρνηση να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης της οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, καθώς η τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων ηγετών, την Πέμπτη, δεν φαίνεται πιθανό να καταλήξει σε μια άμεση και ουσιαστική ευρωπαϊκή λύση χρηματοδότησης.
Τα τελευταία 24ωρα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ευρωζώνη κινείται αργά προς μια λύση για ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης, που, όπως αναγνώρισε και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, θα πρέπει να έχει μια χρηματοδοτική «δύναμη πυρός» της τάξεως των 500 δισ. ευρώ, πέραν των 540 δισ. ευρώ για τα οποία συμφώνησαν ήδη στο Eurogroup.
Όμως, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες αυτών των συζητήσεων, καθώς η «συμμαχία της λιτότητας» (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) έχει βγάλει από το τραπέζι των συζητήσεων την «καθαρή λύση» της έκδοσης κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι, όπως τονίζει ο Ρέγκλινγκ, αλλά νωρίτερα και η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να χρησιμοποιηθούν ήδη υπάρχοντα μέσα, δηλαδή ο πολυετής κοινοτικός προϋπολογισμός του 1 τρισ. ευρώ.
Τα σχέδια που συζητούνται προβλέπουν κάποια επέκταση του προϋπολογισμού με πρόσθετες εισφορές από τα κράτη – μέλη (οι πλουσιότερες χώρες εισφέρουν και τα περισσότερα). Αυτά τα νέα κονδύλια θα χρησιμοποιηθούν ως εγγυήσεις για να εκδώσει χρέος η Ευρωπαϊκή Ένωση και να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό το νέο χρέος θα είναι εγγυημένο από κάθε χώρα μόνο κατά το βαθμό συμμετοχής της στον προϋπολογισμό, ώστε να μην θεωρηθεί από τις χώρες του Βορρά ότι δίνουν τις εγγυήσεις τους για χρέος τρίτων χωρών.
Οι προτάσεις αυτές ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια συμφωνία, είναι όμως προφανές ότι θα πρόκειται για μια συμφωνία κατώτερη των περιστάσεων (ο Γιάννης Στουρνάρας έχει τονίσει ότι χρειάζονται πόροι που θα αντιστοιχούν τουλάχιστον σε 10% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) και η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα προσφέρει άμεση ανακούφιση στα χρηματοδοτικά προβλήματα των χωρών του Νότου, όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωπες με μεγάλα ελλείμματα και βλέπουν ότι η αγορά ομολόγων, παρά την παρέμβαση της ΕΚΤ με το μεγάλο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων των 750 δισ. ευρώ, έχει αρχίσει ήδη να ανεβάζει τα κόστη δανεισμού τους.
Ελπίδες για στήριξη από την ΕΚΤ
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς και από ό,τι φαίνεται από δηλώσεις αρκετών κορυφαίων τραπεζιτών της ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα είναι αποφασισμένη να κάνει και πάλι «ό,τι χρειάζεται» για να καλύψει το κενό που μπορεί να δημιουργήσει ένας ατελής ευρωπαϊκός συμβιβασμός για τα ζητήματα χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ABN AMRO προβλέπει πως η ΕΚΤ θα μπορούσε, αν δεν είναι πειστική για την αγορά ομολόγων η απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών της Πέμπτης, να αυξήσει ακόμη περισσότερο το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία, ίσως και κατά 500 δισ. ευρώ, ώστε να στείλει το μήνυμα στην αγορά ότι θα υποστηρίξει σθεναρά τη διατήρηση χαμηλού κόστους δανεισμού των χωρών του Νότου.
Μετά τη σχετικά επιτυχή έκδοση 7ετών ομολόγων, από την οποία αντλήθηκαν 2 δισ. ευρώ με επιτόκιο 2%, το υπουργείο Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζουν να σπεύσουν και σε άλλες εκδόσεις κρατικών τίτλων μέσα στους επόμενους δύο – τρεις μήνες, για να καλύψουν πλήρως τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες του 2020, χωρίς να χρειασθεί να προσφύγει η χώρα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ή να περιμένει πότε θα μπορέσει -και σε ποιο βαθμό- να αντλήσει χρηματοδότηση από το σχεδιαζόμενο Ταμείο Ανάκαμψης.
Στόχος είναι να αναπληρωθούν, μέσα από αυτές τις εκδόσεις, τα κεφάλαια που έχει αντλήσει η κυβέρνηση από το «μαξιλάρι» των 20 δισ. ευρώ, το οποίο προέρχεται από βραχυπρόθεσμο δανεισμό της κεντρικής κυβέρνησης από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και γι’ αυτό το λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σε καταστάσεις σοβαρής ανάγκης. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται άλλα 6 δισ. ευρώ από την αγορά για να αναπληρωθεί το «μαξιλάρι» και πιθανόν άλλα 4 δισ. ευρώ για πρόσθετες δανειακές ανάγκες. Αυτά τα 10 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να καλυφθούν με 3 – 5 εκδόσεις ομολόγων ή και με έκτακτες εκδόσεις εντόκων γραμματίων.
Τα ποσά είναι αρκετά μεγάλα και σε κανονικές συνθήκες θα ήταν αδύνατο να αντληθούν από την Ελλάδα, τουλάχιστον με ένα λογικό κόστος δανεισμού. Όμως, θα μπορούσε αυτός ο σχεδιασμός να αποδειχθεί ρεαλιστικός με τη μεγάλη βοήθεια που προσφέρει η ΕΚΤ, ιδιαίτερα αν αυξήσει και άλλο τα ποσά των αγορών ελληνικών ομολόγων, μέσα από μια συνολική αναβάθμιση του προγράμματος για την πανδημία σε ένα ύψος της τάξεως των 1,2 τρισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι, εκτός από τις αγορές ελληνικών τίτλων, που μείωσαν απότομα τις αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά, τη στιγμή που η απόδοση του 10ετούς είχε ξεφύγει κοντά στο 4%, η ΕΚΤ επανέφερε το waiver και κάνει πάλι δεκτά κατ’ εξαίρεση τα ομόλογα ως ενέχυρο δανεισμού των τραπεζών, ενώ επέτρεψε και στις ελληνικές τράπεζες να αγοράζουν ομόλογα χωρίς περιορισμούς.