Λιγότερο αισιόδοξες είναι οι νεότερες προβλέψεις του ΙΟΒΕ για την οικονομική ανάπτυξη το 2024, καθώς αναπροσαρμόζει την πρόβλεψή του στο 2,1% από το 2,4%. Η νεότερη πρόβλεψη του ΙΟΒΕ συγκλίνει στην αντίστοιχη του ΔΝΤ (2%) και είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η μείωση των προβλέψεων του ΙΟΒΕ εξηγείται από τις αναθεωρημένες προβλέψεις για τις επενδύσεις. Πλέον, το ΙΟΒΕ δεν περιμένει αύξηση επενδύσεων κατά 9,5%, αλλά κατά 7,8%, κάτι που οδηγεί και σε μικρότερο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Για τον πληθωρισμό, το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι θα υποχωρήσει στο 3% κατά μέσο όρο το 2024, αλλά θα παραμείνει υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ η ανεργία εκτιμάται ότι θα μείνει πάνω από το 10%.
Παρουσιάζοντας την Έκθεση για την Οικονομία, ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας αναφέρθηκε στη μείωση των επενδύσεων που παρατηρήθηκε ήδη το τελευταίο τρίμηνο του 2023 (κατά 1,2% συνολικά και κατά 5,7% σε πάγια), υπογραμμίζοντας ότι σε μεγάλο βαθμό αυτή η μείωση οφείλεται σε αποτέλεσμα βάσης, καθώς η σύγκριση έγινε με το τελευταίο τρίμηνο του 2022, όπου ήταν σημαντικά αυξημένες οι επενδύσεις.
Ο κ. Βέττας σημείωσε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας παραμένουν μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους της ευρωζώνης, συνεπώς, με όρους απλής αριθμητικής, υπάρχει σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την ευρωζώνη. Ωστόσο, υπάρχει, όπως είπε, μια «διακριτή τάση προς τα κάτω», δηλαδή οι νεότερες προβλέψεις είναι χειρότερες από τις προηγούμενες, παρότι δεν είναι πιθανό να υποχωρήσει ο ρυθμός κάτω από το 2%.
Για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και οι ρυθμοί σύγκλισης, τόνισε, είναι αναγκαίο να αυξηθούν ταχύτερα οι επενδύσεις, με ένα ρυθμό γύρω στο 10%. Είναι αναγκαίες, όπως είπε, περισσότερες και περισσότερο παραγωγικές επενδύσεις και η αύξηση της παραγωγικότητας. «Δεν μπορώ να πω σήμερα, αν αυτό θα συμβεί τα επόμενα πέντε χρόνια», υπογράμμισε, καθώς υπάρχουν θετικά σημάδια αλλά και προβληματισμός.
Κρίσιμο ρόλο για την ανάπτυξη τη διετία 2024 - 2025 θα έχει η υλοποίηση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, σημείωσε ο κ. Βέττας, επισημαίνοντας ότι ήδη έχουν εγκριθεί εκταμιεύσεις 14,7 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 40% των συνολικών κονδυλίων.
Σε ερώτηση του BD για τον ρυθμό προώθησης αυτών των πόρων στην ελληνική οικονομία, ο κ. Βέττας αναγνώρισε ότι υπάρχουν προκλήσεις, όχι μόνο λόγω καθυστερήσεων από τους διοικητικούς μηχανισμούς, αλλά και επειδή τα σχέδια που χρηματοδοτούνται είναι αρκετά σύνθετα. «Γνωρίζαμε εξαρχής ότι η υλοποίηση του προγράμματος δεν θα ήταν ένας περίπατος στο πάρκο», είπε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ότι το 2023 και στους πρώτους δύο μήνες του 2024 η εκτέλεση του προϋπολογισμού σε ταμειακή βάση είναι καλύτερη από τους στόχους. Ο κ. Βέττας τόνισε ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να συνεχισθεί χωρίς αποκλίσεις, επισημαίνοντας ότι ενδεχόμενη αλλαγή θα ήταν καταστροφική. Όπως είπε, έχει μεγάλη σημασία για την προσέλκυση των επενδύσεων να συνεχίσει να αυξάνεται η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους.
Ανάμεσα στους κινδύνους που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την οικονομία και στις θετικές προοπτικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ταχύτερη ανάπτυξη, ο κ. Βέττας σημείωσε ότι σήμερα το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στους κινδύνους, καθώς το διεθνές πλαίσιο παραμένει ευμετάβλητο λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Οι κίνδυνοι και οι θετικές προοπτικές
Οι κίνδυνοι που διαπιστώνει το ΙΟΒΕ ότι θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη χαμηλότερα από τις προβλέψεις είναι εννιά:
- Περαιτέρω γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο (πόλεμος στην Ουκρανία, Μέση Ανατολή, εκλογές στις ΗΠΑ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
- Πιο αργή μείωση των επιτοκίων στην Ευρώπη το 2024, ειδικά σε εναλλακτικό σενάριο μεγάλης αύξησης των διεθνών τιμών ενέργειας.
- Αγορά εργασίας: Βραδύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, μεταξύ άλλων λόγω υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας.
- Σταδιακά σφιχτότεροι δημοσιονομικοί στόχοι. Παραμένει στενή η φορολογική βάση στην Ελλάδα.
- Απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου του μ.ό. της Ευρωζώνης πληθωρισμού μετά τα μέσα του 2023.
- Επίμονος πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, υψηλότερος από τον μ.ό. της ΕΖ το 2024.
- Υψηλό επιτοκιακό spread δανείων-καταθέσεων και συστηματικά αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών.
- Κίνδυνος για νέα έξαρση ληξιπρόθεσμων οφειλών και ΜΕΔ, λόγω ανόδου επιτοκίων και κόστους διαβίωσης. Εμπόδιο στην ανακατανομή των πόρων τα κόκκινα δάνεια εντός και εκτός τραπεζικών ισολογισμών.
- Μείγμα επενδύσεων: Επενδύσεις σε Κατοικίες/Κατασκευές και μεταφορικό εξοπλισμό, μείωση στους άλλους τομείς.
Οι θετικές προοπτικές που θα μπορούσαν να ανεβάσουν την ανάπτυξη πάνω από τις προβλέψεις είναι έξι:
- Η επιτάχυνση στην υλοποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σε συνδυασμό με την επέκταση του δανειακού του σκέλους και το REPowerEU, δύνανται να «ξεκλειδώσουν» διεθνή κεφάλαια για παραγωγικές και περισσότερο μακροχρόνιες επενδύσεις.
- Η μείωση των επιτοκίων, αν ξεκινήσει νωρίτερα στα μέσα του έτους θα αποτελέσει ευκαιρία για επιτάχυνση των επενδύσεων.
- Στοίχημα η ενισχυμένη εξωστρέφεια της οικονομίας, με σταδιακή βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
- Μεταρρυθμίσεις με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 2024-2027 δύνανται να αυξήσουν την παραγωγικότητα η οποία αποκλίνει από τον μέσο όρο στην Ευρώπη.
- Η μείωση των ΜΕΔ σε επίπεδο συνόλου οικονομίας θα απελευθερώσει παραγωγικούς πόρους προς αποδοτικότερη κατανομή τους.
- Σημαντικό ύψος ανεκτέλεστου υπολοίπου κατασκευαστικών έργων.