Ένα κρίσιμο στοίχημα για την ελληνική οικονομία παίζεται μέσα σε λίγα χρόνια και θα κριθεί από τις επενδύσεις. Αν η Ελλάδα το κερδίσει, θα καταφέρει να ξεφύγει από τους μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης και να κινηθεί πάνω από το 3%, για να καλύψει πιο γρήγορα τις βαριές απώλειες της οικονομικής κρίσης, να ενισχυθεί η ευημερία και να γίνει εύκολα διαχειρίσιμο το χρέος. Αν όχι, θα διολισθήσει προς το 1%, που είναι σήμερα ο εκτιμώμενος μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης και οι επόμενες δεκαετίες θα γίνουν πιο δύσκολες.
Ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, τόνισε χθες την καθοριστική σημασία των επενδύσεων, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Όπως είπε, ακόμη και η συντηρητική πρόβλεψη του ΙΟΒΕ για ανάπτυξη 2,1% φέτος μπορεί να χαθεί, καθώς οι εξαγωγές χάνουν τη δυναμική τους, εν μέρει εξαιτίας της επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Αυτή η υστέρηση θα πρέπει να καλυφθεί με μια δυναμικότερη αύξηση των επενδύσεων, για να μην χαθεί ο στόχος για ανάπτυξη γύρω στο 2% φέτος.
Μακροπρόθεσμα, όμως, αν θέλουμε μια ανάπτυξη που θα ξεπεράσει το 3%, το κλειδί θα είναι οι επενδύσεις. Όπως υπογράμμισε ο κ. Βέττας η οικονομία χρειάζεται όχι μόνο ποσοτική αύξηση των επενδύσεων, που μόλις πρόσφατα ξεπέρασαν το ύψος των αποσβέσεων, αλλά και ποιοτική βελτίωσή τους, δηλαδή να ανταποκρίνονται στην ανάγκη για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας σε μια εξωστρεφή κατεύθυνση.
Για το 2024, το ΙΟΒΕ προβλέπει εκρηκτική αύξηση των επενδύσεων, σε πάγια και συνολικά. Όπως σημειώνει, «την ανοδική τους πορεία, με αυξανόμενο ρυθμό, εκτιμάται να διατηρήσουν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το 2024, ενισχυμένες από την επιτάχυνση στην υλοποίηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Repower EU, καθώς οι ευρωπαϊκοί πόροι αναμένεται να ενθαρρύνουν τους διεθνείς επενδυτές για παραγωγικές και περισσότερο μακροχρόνιες επενδύσεις. Επιπλέον, η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων στο δεύτερο μισό του έτους αναμένεται να ενισχύσει τη χαμηλή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις.
Στο σύνολο του 2024 αναμένουμε αύξηση των παγίων επενδύσεων σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή του 2023 σε απόλυτο πραγματικό μέγεθος, που μεταφράζεται σε υψηλότερη ετήσια μεταβολή. Συγκεκριμένα, η ετήσια μεταβολή των παγίων επενδύσεων εκτιμάται στο +9,7%, με τις συνολικές επενδύσεις να μεγεθύνονται κατά +14,1% το 2024».
Το ΙΟΒΕ, αναφερόμενο στη σημασία των επενδύσεων για τις προοπτικές της οικονομίας σε βάθος χρόνου, σημειώνει στην τριμηνιαία του έκθεση ότι:
- Όσο μεγάλη είναι η σημασία της αύξησης των επενδύσεων για να διατηρηθούν σχετικά υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης βραχυχρόνια, δηλαδή στην φετινή και την επόμενη χρονιά, εξίσου κομβική είναι για τις μεσο-μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας.
- Κατόπιν της βαθιάς κρίσης και ύφεσης, το συσσωρευμένο επενδυτικό κενό είναι ιδιαίτερα μεγάλο, γεγονός που υπογραμμίζει το έλλειμμα που υπάρχει στα επενδεδυμένα κεφάλαια στη χώρα ουσιαστικά σε όλους τους τομείς. Μόλις πρόσφατα άλλωστε το επίπεδο των επενδύσεων έφτασε σε αυτό των προηγούμενων αποσβέσεων, αντιστρέφοντας μια πολυετή τάση συρρίκνωσης.
- Για να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης στο επόμενο διάστημα είναι προϋπόθεση οι επενδύσεις στη χώρα να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό από αυτό της υπόλοιπης οικονομίας, ώστε να την παρασύρουν ανοδικά.
- Ακόμη και αν δεν επιτευχθεί άμεσα το ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και υπήρχε και στη δική μας πριν το 2008, περί το 24%, το να υπάρξει μια πορεία συστηματικής αύξησης από τα τρέχοντα επίπεδα σταδιακά προς τον στόχο αυτό είναι η προϋπόθεση ώστε ο σημερινός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας, περί το 2%, να μην υποχωρήσει αλλά να ενισχυθεί προς επίπεδα που δεν θα καθιστούν προβληματική την διαχείριση του δημοσίου χρέους μελλοντικά.
- Υψηλή σημασία έχει επίσης το μείγμα των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα, ώστε να υποστηρίζουν πρωτίστως εξαγωγικές δραστηριότητες και νέα παραγωγή, σε διάφορους τομείς προϊόντων και υπηρεσιών, που θα ενσωματώνει καινοτομία. Φυσικά, η περαιτέρω και συστηματική αύξηση των επενδύσεων, ιδίως σε μια χώρα όπου η εσωτερική ζήτηση δεν είναι υψηλή, και με δημογραφικό ισοζύγιο που είναι σήμερα αρνητικό, δεν θα επιτευχθεί αυτόματα, αλλά προϋποθέτει σταθεροποίηση ενός απλού και ευνοϊκού ρυθμιστικού και φορολογικού πλαισίου, ενίσχυση των υποδομών και υποβοήθηση της ανάπτυξης ανθρώπινου κεφαλαίου.
Μπορούν οι επιχειρήσεις να επενδύσουν;
Ένα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται από οικονομολόγους είναι αν οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι σήμερα σε θέση να επενδύσουν όσο χρειάζεται για να κρατηθούν υψηλοί αναπτυξιακοί ρυθμοί και να αλλάξει το παραγωγικό υπόδειγμα. Υπάρχει η ανησυχία ότι η οικονομία έχει «τραυματισθεί» τόσο σοβαρά από την πολυετή ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, που είναι πιθανό να βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της Οικονομικής Υστέρησης, δηλαδή να υπάρχει αδυναμία της οικονομίας να φθάσει -και πολύ περισσότερο να υπερβεί- τις προ κρίσης επιδόσεις της.
Αυτό εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, Ηλίας Λεκκός, ο οποίος διαπιστώνει ότι η οικονομία ανέκαμψε εντυπωσιακά μετά την κρίση της πανδημίας. Αποτέλεσμα ήταν «η σημαντική ανάκαμψη του κλίματος οικονομικής εμπιστοσύνης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό κόσμο».
Όμως, όπως τονίζει, «πάρα τη σημαντική αυτή βελτίωση του οικονομικού κλίματος βιώνουμε το παράδοξο φαινόμενο ότι, καθώς οι μεγάλες διακυμάνσεις που προκλήθηκαν από την περίοδο της πανδημίας αρχίζουν να εξομαλύνονται και η οικονομία αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα αρχίζουν να επανέρχονται σε μια μορφή κανονικότητας, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης αδυνατούν να διατηρήσουν τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι αργά αλλά σταθερά ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ έχει αρχίσει να υποχωρεί, συγκλίνοντας προς τα επίπεδα του 2%, δηλαδή πολύ κοντά στην τάση της ύστερης μνημονιακής περιόδου 2017 – 2019».
Ερμηνεύοντας αυτό το φαινόμενο, ο κ. Λεκκός τονίζει ότι η «χαμηλή πτήση» της ελληνικής οικονομίας «οφείλεται στο φαινόμενο της Οικονομικής Υστέρησης, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία μετά από μια παρατεταμένη και βαθιά ύφεση έχει δεχθεί τέτοιο πλήγμα που αδυνατεί να επανέλθει, πολλώ δε μάλλον να ξεπεράσει την προ – υφεσιακή δυναμική της. Το φαινόμενο της υστέρησης συνήθως εκδηλώνεται από την πλευρά του εργατικού δυναμικού, το οποίο μετά το πέρας μιας παρατεταμένης κρίσης είτε αρνείται είτε αδυνατεί να επιστρέψει στην αγορά εργασίας. Στη περίπτωση της Ελλάδας όμως η υστέρηση αυτή εκδηλώνεται μέσω της αδυναμίας των επενδύσεων να αποκτήσουν την όποια δυναμική».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Πειραιώς τονίζει ότι «η γενεσιουργός αιτία αυτής της επενδυτικής άπνοιας βρίσκεται φυσικά στην περίοδο της δεκαετούς και πλέον κρίσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης, με αποτέλεσμα να μειωθούν δραματικά και οι καθαρές επενδύσεις -με την αφαίρεση των αποσβέσεων- και να είναι αρνητικές».
Το παράδοξο είναι ότι με την ανάκαμψη που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε θεαματικά η κατάσταση στην οικονομία και στις επιχειρήσεις με αύξηση της παραγωγικότητας και της μικτής κερδοφορίας των επιχειρήσεων (από 20 σε 35 δισ. ευρώ). Παράλληλα, βελτιώθηκαν οι συνθήκες χρηματοδότησης με αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων και των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που προσεγγίζουν τα 80 δισ. Παρόλα αυτά, και ενώ η οικονομική θεωρία θα έλεγε ότι είναι μονόδρομος η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων σε αυτές τις βελτιωμένες συνθήκες, η πραγματικότητα, όπως τη βιώνουν οι επιχειρήσεις είναι πολύ διαφορετική.
Όπως σημειώνει ο κ. Λεκκός, σύμφωνα με τις απαντήσεις των επιχειρήσεων σε έρευνα της Πειραιώς, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων θεωρούν ότι είτε έχουν προβεί σε επαρκή επίπεδα επενδύσεων, ή ακόμα χειρότερα, έχουν υπερεπενδύσει. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι δύο στις τρεις εταιρείες (68%) πιστεύουν ότι οι επενδυτικές τους δραστηριότητες την τελευταία τριετία ήταν στο σωστό ύψος, μόνο μία στις έξι (17%) πιστεύουν ότι επένδυσαν λίγο και το 14% πιστεύουν ότι έχουν επενδύσει υπερβολικά τα τελευταία τρία χρόνια.
«Είναι αυτή η αμυντική στάση μια απόδειξη του φαινομένου της οικονομικής υστέρησης, όπου παρατεταμένη κρίση έχει καταπνίξει τα "αγελαία ένστικτα" του επιχειρηματικού κόσμου, όπως εμείς πιστεύουμε; Είναι αντίθετα μια σωστή εκτίμηση από πλευράς επιχειρήσεων των πραγματικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας;», διερωτάται ο κ. Λεκκός.
Και δίνει την ακόλουθη απάντηση: «Πολύ δύσκολο και πολύ νωρίς να το απαντήσει κάποιος με οποιοδήποτε βαθμό βεβαιότητας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση δεν διεξάγεται σε ένα θεωρητικό και αφηρημένο επίπεδο. Όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, η υποβάθμιση των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, εξαιτίας αυτής της διαφαινόμενης οικονομικής υστέρησης, από ένα μέσο ρυθμό 2,5%, τον οποίο προβλέπαμε ότι θα επιτύγχανε η ελληνική οικονομία (τη δεκαετία 2024 -2033), σε 2% και του μέσου λόγου επενδύσεων προς ΑΕΠ από 19% σε 17% έχει ως συνέπεια τη σωρευτική μείωση των προβλέψεων μας για επενδύσεις κατά €70 δισεκ.».
Οι δημόσιες επενδύσεις «τρέχουν»
Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αντιληφθεί την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων και προσπαθεί να τις «τρέξει» με τους καλύτερους ρυθμούς, αξιοποιώντας τα συνολικά 80 δισ. που είναι διαθέσιμα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ τα επόμενα χρόνια.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης τόνισε χθες ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση σε σχέση με τις εκταμιεύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ και στο νέο ΕΣΠΑ 2021- 2027, ενώ το προηγούμενο ΕΣΠΑ έχει απορροφηθεί κατά 100%.
Από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα έχει ήδη λάβει 14,9 δισ. ευρώ και θα προστεθούν 2,3 δισ. ευρώ από την εκταμίευση του 4ου αιτήματος πληρωμής στο σκέλος των δανείων, τον Ιούλιο και 1 δισ. ευρώ από την εκταμίευση του 4ου αιτήματος πληρωμής στο σκέλος των επιχορηγήσεων, τον Οκτώβριο. Με τους πόρους που πρόκειται να λάβει από το 4ο αίτημα εκταμίευσης το αμέσως προσεχές διάστημα, η χώρα θα υπερβεί το 50% του συνολικού προϋπολογισμού του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0».
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ 15ετίας φέτος, όπως τόνισε ο κ. Παπαθανάσης, καθώς ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 12,2 δισ. ευρώ. Προβλέπεται, μάλιστα, ετήσια αύξηση των πόρων για δημόσιες επενδύσεις, κατά 9%-12%, τη διετία 2024-2026.
Το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι κρίσιμο για την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Όπως διαπιστώνουν σε ειδική ανάλυση οικονομολόγοι της Κομισιόν, τα φθηνά δάνεια των 18 δισ. ευρώ θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της χώρας σωρευτικά κατά 5,3% την περίοδο 2022 - 2030. Η ελληνική οικονομία έχει βιώσει χαμηλά επίπεδα εταιρικών επενδύσεων εδώ και πολλά χρόνια, τονίζουν και υπογραμμίζουν ότι η δανειακή συνιστώσα του προγράμματος βοηθά να τονωθούν οι επενδύσεις, καθώς οι όροι δανεισμού είναι ευνοϊκότεροι από τους όρους της αγοράς.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το όφελος για τις επιχειρήσεις από τα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης σε όρους κόστους δανεισμού είναι 4,1% κατά μέσο όρο, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερο για τις μικρομεσαίες. Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες προωθούν γρήγορα το φθηνά δάνεια. Ως το τέλος Μαρτίου, οι τράπεζες είχαν συνάψει 280 δανειακές συμβάσεις, ύψους 4,8 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα (73,4%) των δανείων που ήλθαν από τις Βρυξέλλες.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, την εικόνα στο σκέλος των επιδοτήσεων, τα προβλήματα που διαπιστώνονται ως τώρα από την Κομισιόν στην τελευταία έκθεση Ευρωπαϊκού Εξαμήνου είναι αρκετά σοβαρά. Τα κονδύλια φθάνουν στη χώρα, αλλά προωθούνται με αργούς ρυθμούς στα έργα, καθώς διαπιστώνονται τα γνωστά από το παρελθόν προβλήματα με τους δημόσιους διαγωνισμούς, τον συντονισμό και την αποτελεσματικότητα των υπουργείων και άλλων εμπλεκόμενων φορέων του Δημοσίου κ.ο.κ. Οι προθεσμίες είναι εξαιρετικά πιεστικές και η χώρα κινδυνεύει να χάσει κονδύλια, αν δεν ολοκληρώσει έγκαιρα τα έργα, ως τον Αύγουστο του 2026.