Η καθιερωμένη έρευνα αγοράς της CPS με τη συμμετοχή άνω των διακοσίων συνεργατών της, μεσιτών και εκτιμητών παρουσιάζει τις απόψεις των ειδικών για το μέλλον και τις προοπτικές της Ελληνικής κτηματαγοράς για το επόμενο εξάμηνο. Οι ερωτηθέντες κάλυψαν όλη την Ελληνική επικράτεια απαντώντας σε ερωτήσεις για όλες τις κατηγορίες ακινήτων.
Αναφορικά με τα γραφεία η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων προβλέπει ότι τόσο το αγοραστικό όσο και μισθωτικό ενδιαφέρον για σύγχρονα γραφεία θα έχει σταθεροποιητικές έως και αυξητικές τάσεις σε αντίθεση με τους παλαιότερους γραφειακούς χώρους. Μάλιστα θεωρούν ότι θα συνεχίσει να υπάρχει αυξημένη ζήτηση για γραφεία με πράσινα χαρακτηριστικά, υψηλής ενεργειακής κατάταξης και περιβαλλοντικές πιστοποιήσεις.
Όσον αφορά τα καταστήματα η μετά Covid19 ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου που καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς εις βάρος των φυσικών καταστημάτων δίνει σαφές προβάδισμα στο high-street retail ενώ οι προοπτικές της δευτερεύουσας αγοράς δεν φαίνονται ιδιαίτερα ευοίωνες.
Παρόλα αυτά, οι τιμές μίσθωσης φαίνεται να παραμένουν σταθερές με αυξητικές τάσεις στις κεντρικές εμπορικές πιάτσες του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Αντιθέτως, το ενδιαφέρον για αποθηκευτικούς χώρους όλων των κατηγοριών προβλέπεται να είναι ιδιαίτερα αυξημένο γεγονός που αποδεικνύεται και από το μπαράζ επενδύσεων των τελευταίων ετών στο χώρο των logistics με τις μισθωτικές και αγοραίες αξίες να εμφανίζουν γενικά σταθεροποιητικές τάσεις με εξαίρεση τις αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης όπου καταγράφονται ανοδικές.
Στην αγορά κατοικίας εξακολουθεί να υπάρχει πλεόνασμα ζήτησης στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη και όλες τις τουριστικές περιοχές της χώρας, ενώ στους υπόλοιπους νομούς η σχέση προσφοράς και ζήτησης είναι κατά κανόνα ισόρροπη. Οι παράγοντες που ενδυναμώνουν τη ζήτηση είναι το ενδιαφέρον των αλλοδαπών για χρυσές βίζες και εξοχικές κατοικίες, η αυξημένη ζήτηση των ευκατάστατων Ελληνικών νοικοκυριών για ιδιοκατοίκηση και ο επενδυτικός ρόλος που έχει αποκτήσει πλέον η κατοικία. Αντιθέτως οι παράγοντες που αποδυναμώνουν την αγοραστική ζήτηση από πλευράς Ελληνικών νοικοκυριών είναι ο πληθωρισμός με τη συνεπακόλουθη ραγδαία αύξηση των τιμών καθώς και η αύξηση των στεγαστικών επιτοκίων.
Το αγοραστικό ενδιαφέρον απορρέει σχεδόν εξίσου από τις ανάγκες για ιδιοκατοίκηση και επένδυση και μοιράζεται μεταξύ νεόδμητων κατοικιών με βιοκλιματικά χαρακτηριστικά και παλαιότερων ακινήτων για ανακαίνιση, ενώ το ενδιαφέρον για τα οικόπεδα είναι συγκριτικά περιορισμένο.
Οι τιμές των οικιστικών ακινήτων αναμένεται να παραμείνουν στα σημερινά αυξημένα επίπεδα σύμφωνα με το 53% των ερωτηθέντων ενώ το 44% προβλέπει περαιτέρω αύξηση.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμπέρασμα όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα της CPS, αφορά τον ρόλο που παίζουν τα ESG χαρακτηριστικά στην αγορά κατοικίας. Συγκεκριμένα προκύπτει ότι οι τιμές πώλησης κατοικιών υψηλής ενεργειακής κατάταξης εμφανίζουν εντονότερες αυξητικές τάσεις που φθάνουν έως 20%. Αντιθέτως για τις τιμές μίσθωσης, οι απόψεις διίστανται με το 60% των ερωτηθέντων να προβλέπουν σταθεροποίηση καθώς τα ενοίκια έχουν πλέον φθάσει σε οριακά επίπεδα για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα σημερινά αυξημένα επίπεδα τιμών.
Παραταύτα 40% των ερωτηθέντων προβλέπει αύξηση, που όμως δε θα ξεπεράσει το 10%. Το συγκεκριμένο εύρημα αποτελεί δείγμα της έλλειψης ομοιογένειας ως προς την αποτίμηση των «πράσινων» - ESG χαρακτηριστικών στην οικιστική αγορά, όπου θεσμικοί και μεμονωμένοι επενδυτές αξιολογούν με μεγαλύτερο βάρος τις νέες βιώσιμες τάσεις, ενώ η μεγαλύτερη μερίδα των συμμετεχόντων στην αγορά αξιολογεί ως σημαντικότερα τα πιο «παραδοσιακά» κριτήρια επιλογής κατοικίας, αξιολογώντας ως δευτερεύοντα τα πλεονεκτήματα μια πράσινης κατοικίας. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δυσχεραίνει τα φιλόδοξα εθνικά και ευρωπαϊκά σχέδια για την αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, και προοικονομεί την ανάγκη υιοθέτησής στοχευμένων κινήτρων προς αυτή την κατεύθυνση.