Μια... κατάρα που κυνηγάει για χρόνια την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και εμποδίζει τις μεγάλες τοποθετήσεις από σοβαρά χαρτοφυλάκια του εξωτερικού ήλθε και πάλι στην επιφάνεια αυτή την εβδομάδα, με τρόπο που προκάλεσε αίσθηση σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Λεωφόρο Αθηνών: το ελληνικό Χρηματιστήριο είναι υπερβολικό ρηχό και «παγιδεύει» όσους θέλουν να ρευστοποιήσουν μεγάλες θέσεις, αλλά προκαλεί και σοβαρές δυσκολίες σε όσους θέλουν να τοποθετήσουν σημαντικά νέα κεφάλαια, χωρίς να προκαλέσουν εκτόξευση τιμών.
Αίσθηση προκάλεσαν στην αγορά, την Τετάρτη, τα μεγάλα πακέτα μετοχών της Εθνικής και της Eurobank, οι οποίες μεταβιβάσθηκαν από μεγάλο επενδυτικό οίκο σε τιμές χαμηλότερες από την προηγούμενη τιμή κλεισίματος, προκαλώντας ισχυρή πίεση στις μετοχές και, κατ' επέκταση, στο Γενικό Δείκτη:
- Όσον αφορά τη μετοχή της Εθνικής, μεταβιβάσθηκαν πακέτα συνολικής αξίας 89,8 εκατ. ευρώ, στα 2,81 ευρώ ανά μετοχή, δηλαδή με discount (έκπτωση) 4,7%, σε σχέση με την τιμή κλεισίματος της προηγούμενης συνεδρίασης (2,95 ευρώ).
- Στη μετοχή της Eurobank τα πακέτα είχαν συνολική αξία 85,3 εκατ. ευρώ, με τις συναλλαγές να ολοκληρώνονται στην τιμή των 0,84 ευρώ, έναντι κλεισίματος 0,89 ευρώ, δηλαδή με μια έκπτωση 5,6%.
Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, οι εξελίξεις αυτές έχουν διπλή ανάγνωση:
- Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αρνητικό γεγονός η ρευστοποίηση με discount τόσο μεγάλων θέσεων σε δύο τραπεζικές μετοχές από ένα μεγάλο επενδυτικό οίκο.
- Από την άλλη, αυτά τα «πακέτα», τα οποία πουλήθηκαν αφού προηγήθηκε διαδικασία άτυπου placement, που οργανώθηκε από μεγάλες ξένες επενδυτικές τράπεζες (εξ αποστάσεως μέλη του ΧΑ) και ελληνικές χρηματιστηριακές εταιρείες, έχουν και μια καλή ανάγνωση: ο επενδυτικός οίκος που ήθελε, προφανώς, να ρευστοποιήσει τα μεγάλα κέρδη που άφησαν οι συγκεκριμένες μετοχές το 2019 (ο τραπεζικός δείκτης υπερδιπλασιάσθηκε), κατάφερε να οργανώσει τη διαδικασία πώλησης με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιορισθεί όσο ήταν δυνατό η πίεση που θα ασκούσαν οι πωλήσεις στις τιμές των μετοχών. Το σπουδαιότερο, ίσως, είναι ότι βρέθηκαν πρόθυμοι αγοραστές για να απορροφήσουν αυτή την προσφορά, θεωρώντας ότι έχουν και άλλο... δρόμο οι τραπεζικές μετοχές.
Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει και το πραγματικό πρόβλημα που θα πρέπει να ξεπεράσει σε βάθος χρόνου η, από καιρό υποβαθμισμένη από την κατηγορία των ανεπτυγμένων, στην κατηγορία των αναδυόμενων, ελληνική χρηματιστηριακή αγορά: η συναλλακτική δραστηριότητα παραμένει τόσο «ρηχή», που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα τη ρευστοποίηση μεγάλων θέσεων από επενδυτές, χωρίς να προκληθεί μεγάλη πίεση στις τιμές.
Στην περίπτωση του μεγάλου επενδυτικού οίκου, που τελικά ρευστοποίησε θέσεις αξίας άνω των 175 εκατ. ευρώ, χρηματιστηριακά στελέχη σημειώνουν ότι, εάν προσπαθούσε σταδιακά, με «ορθόδοξες» συναλλαγές πώλησης, να ολοκληρώσει αυτές τις συναλλαγές, ίσως να χρειαζόταν και περισσότερους από τρεις μήνες, δεδομένου ότι οι ημερήσια αξία συναλλαγών στις τραπεζικές μετοχές είναι της τάξεως των 10 εκατ. ευρώ. Σε όλη αυτή την περίοδο, η συστηματική πώληση μετοχών θα αποτελούσε μόνιμη πηγή πιέσεων στις τιμές και θα προκαλούσε ανησυχίες στην αγορά, αλλά και θα έδινε, πιθανότατα, τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους με στρατηγικές short να κάνουν το δικό τους παιχνίδι.
Αντίστροφα, η «ρηχότητα» της αγοράς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε μεγάλους επενδυτικούς οίκους, όταν θέλουν να αυξήσουν τις θέσεις τους σε ελληνικές μετοχές, καθώς τα ποσά των ημερήσιων συναλλαγών είναι τόσο μικρά, που μερικές μεγάλες εντολές μπορεί να εκτοξεύσουν τις τιμές, εις βάρος του ενδιαφερόμενου αγοραστή.
Πόσο ρηχή, όμως, είναι η ελληνική αγορά; αξία των συναλλαγών αυξήθηκε το 2019, αλλά από πολύ χαμηλή βάση -ακόμη και τον Δεκέμβριο, που ήταν ένας καλός μήνας για την αγορά, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ήταν 77,92 εκατ. ευρώ. Η Λεωφόρος Αθηνών εξακολουθεί να αποτελεί «σκιά» του παλιού, καλύτερου εαυτού της. Η τελευταία χρονιά με μέση ημερήσια αξία συναλλαγών που ξεπερνούσε τα 100 εκατ. ευρώ ήταν το μακρινό 2014. Και μοιάζουν πολύ μακρινή ανάμνηση οι εποχές του 2007, όταν οι ημερήσιες συναλλαγές πλησίαζαν τα 500 εκατ. ευρώ, ή του 2006 και του 2008, όταν ξεπερνούσαν τα 300 εκατ. ευρώ...