Αν και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν παρουσία σχεδόν πενήντα χρόνων στην Ελλάδα – πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του ‘70 με τις συνεργασίες της Prisunic με τη Μαρινόπουλος και της (Hellas)Spar με τη Βερόπουλος – ποτέ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ισχυρή παρουσία στην χώρα μας, με εξαίρεση κάποιες κατηγορίες όπου κατέχουν ηγετική θέση. Το παραπάνω αποδεικνύεται και από δύο έρευνες – την πανευρωπαϊκή της NielsenIQ για την PLMA και αυτή της Focus Bari για την ελληνική αγορά- που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες.
Σύμφωνα με την έρευνα της NielsenIQ, η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη στην κατανάλωση προϊόντων private label. Σε επίπεδο μεριδίων, σε αξία καταλαμβάνουν μόλις το 23,9% στο πρώτο τετράμηνο του 2023, με τις μόνες χώρες που εμφανίζουν χαμηλότερο ποσοστό να είναι η Τσεχία (23,2%) και η Νορβηγία (21,9%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ισπανία (44,4%) και την Πορτογαλία (42,4%) που βρίσκονται «πιο κοντά» στο προφίλ της Ελλάδας σαν οικονομίες, τα private label έχουν διπλάσιο ποσοστό συγκρινόμενο με την χώρα μας.
Σε επίπεδο όγκων η εικόνα είναι παρεμφερής. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας καταλαμβάνουν το 30,9% των συνολικών αγορών που πραγματοποιούνται από τα σούπερ μάρκετ στην χώρα μας (σ.σ. δεν καταμετρούνται οι πωλήσεις από καταστήματα της Lidl στην συγκεκριμένη έρευνα) με τις μόνες χώρες που έχουν χαμηλότερα μερίδια τα private label να είναι η Τσεχία, η Σουηδία και η Νορβηγία.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η χώρα που τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι απόλυτος κυρίαρχος, τόσο σε όγκο (57,1%) όσο και σε αξία (51,8%), είναι η Ελβετία των ανισοτήτων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της που δεν αμείβεται πλουσιοπάροχα και κυρίως αυτοί που δεν βρίσκονται κοντά στα σύνορα για να κάνουν τα ψώνια τους από γειτονικές χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία) καταφεύγουν στα πιο οικονομικά προϊόντα. Πέρα από την Ελβετία, υπάρχουν άλλες έξι χώρες στην Ευρώπη όπου τα private label έχουν «πάρει κεφάλι» στους όγκους. Πρόκειται για το Βέλγιο (55,4%), την Πορτογαλία (54,4%), την Ισπανία (52,1%), το Ηνωμένο Βασίλειο (50,6%) και την Ολλανδία (50,5%).
Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή στην Ελλάδα είναι ελάχιστες οι κατηγορίες όπου τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κατέχουν ηγετική θέση. Σύμφωνα με την έρευνα της NielsenIQ είναι οι ζωοτροφές (52,3% σε αξία και 65,3% σε όγκο) και τα χαρτικά (51% σε αξία και 60,9% σε όγκο).
Παρά τις «χαμηλές πτήσεις» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τα προϊόντα private label κερδίζουν συνεχώς τους Έλληνες καταναλωτές. Σύμφωνα με την έρευνα της Focus Bari το ποσοστό αυτόν που δεν έχουν αγοράσει ούτε μία φορά προϊόν ιδιωτικής ετικέτας έχει πέσει μόλις στο 4% σήμερα έναντι 11% το 2010 (στην αρχή της οικονομικής κρίσης και 26% που ήταν το 2000. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Lidl που εξοικείωσε περισσότερο τους Έλληνες καταναλωτές με την κουλτούρα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας άνοιξε το πρώτο κατάστημα στην χώρα μας το 1999, ένα χρόνο πριν από την πρώτη σφυγμομέτρηση της Focus Bari για την συγκεκριμένη κατηγορία.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο από την έρευνα της Focus Bari, που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο, είναι ότι σχεδόν διπλασιάστηκαν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που βάζει πλέον ο Έλληνας στο καλάθι του. Από 5,9 προϊόντα κατά μέσο όρο το 2000, σκαρφάλωσε στα 9,9 το 2010 και σήμερα έχει φτάσει στα 10,9 είδη private label κατά μέσο όρο. Παράλληλα στην φετινή έρευνα ένα ποσοστό 83% απάντησε ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας «αξίζουν τα λεφτά τους» όταν την ίδια απάντηση το 2010 είχε δώσει ένα 64% των ερωτηθέντων.
Η έρευνα της Focus Bari συμπίπτει με αυτή της NielsenIQ σε ότι αφορά τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που αγοράζουν συστηματικά οι Έλληνες ως προς τα χαρτικά, αλλά υπάρχει σημαντική απόκλιση ως προς τις τροφές κατοικίδιων που σύμφωνα με την Focus Bari είναι ανάμεσα στις λιγότερο δημοφιλής για αγορά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεν έρευνα της NielsenIQ βασίζεται σε μετρήσεις που πραγματοποιούνται σε σούπερ μάρκετ και αυτή της Focus Bari σε ερωτηματολόγιο καταναλωτών.