Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν έγινε γνωστή η είσοδος της Lidl στην ελληνική αγορά –πριν ακόμη ανοίξει τα πρώτα της καταστήματα– ένας από τους κορυφαίους λιανέμπορους της εποχής, που είχε καταλάβει πως θα «παιζόταν το παιχνίδι» στο λιανεμπόριο τα επόμενα χρόνια απευθύνθηκε στη βιομηχανία καταναλωτικών προϊόντων. Κι ήταν εξαιρετικά σαφής. Κι από χαρακτήρα, εξάλλου, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης των λεγομένων του. Απευθυνόμενος –με διάφορους τρόπους- λοιπόν στην βιομηχανία τους είπε πως «ή θα παράγετε εσείς για μένα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή θα τα βρω από το εξωτερικό»!
Τότε βέβαια -στην περίοδο που κυριαρχούσε απόλυτα το επώνυμο προϊόν- η συζήτηση θεωρήθηκε μάλλον πρόωρη. Όμως ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας τελικά είχε δίκιο στην απόφαση του. Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, στην ευρωπαϊκή αγορά η ιδιωτική ετικέτα είναι ένα κυρίαρχο μοντέλο. Σχεδόν όσο είναι και οι επώνυμες μάρκες! Όπως επισημαίνει, μιλώντας προς το BD, ο κ. Στέφανος Κομνηνός, αναλυτής αγοράς της Netrino Advisory «το παγκόσμιο λιανεμπόριο, κερδίζει όλο και περισσότερη διαπραγματευτική δύναμη έναντι των προμηθευτών. Και δεν είναι μόνο οι εκπτωτικές αλυσίδες που δημιουργούν τη δική τους παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα και σε πολλές χώρες της Ευρώπης αποτελούν πλέον την πλειοψηφία. Είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που ανταγωνίζονται σε αναγνωρισιμότητα, ποιότητα και πρωτοτυπία τα "επώνυμα", είναι οι γιγάντιες πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου καθώς και η στροφή στο χύμα, λόγω περιβαλλοντικών περιορισμών».
Στην Ελλάδα υπάρχει μία χρονική υστέρηση στην εξέλιξη αυτών των τάσεων. Κινούνται, εν προκειμένω, με αργόσυρτους ρυθμούς. Αν και δεν είναι αμελητέο το μερίδιο 26,4% που κατέχει η ιδιωτική ετικέτα συνολικά στον κλάδο του σούπερ μάρκετ, ωστόσο υπολείπεται σημαντικά των μεριδίων που κατέχουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές. Ο λόγος είναι απλός. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, οι αλυσίδες των σούπερ μάρκετ έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από τα επώνυμα προϊόντα, παρά από την ιδιωτική ετικέτα. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις αλυσίδων που αν δεν χάνουν είναι «ίσα βάρκα ίσα νερά»! Και τούτο παρά το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ σχεδόν έχουν καλύψει τη συντριπτική πλειονότητα των κατηγοριών. Αυτό βέβαια το έχουν κάνει όχι για να κερδίσουν, αλλά για να δώσουν μία επιπλέον δυνατότητα στον καταναλωτή και να μην στραφεί στην Lidl, δηλαδή στον discounter της αγοράς.
Η ελληνική αγορά, αν δεν είναι η μοναδική, είναι ίσως μία από τις ελάχιστες αγορές της Ευρώπης, που τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των αλυσίδων σούπερ μάρκετ δεν είναι μία ισχυρή κερδοφόρα μηχανή -όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών αγορών. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά της Ισπανίας, με 43,5%, του Ηνωμένου Βασιλείου με 43% και της Γερμανίας με 40,2%. Ακολουθεί η Πολωνία με 34% και η Γαλλία με 31,9%. Στην Ελλάδα η ιδιωτική ετικέτα εμφανίζει μερίδιο 26,4%, λόγω της ισχυρής παρουσίας της Lidl -βρίσκεται στις τρεις πρώτες θέσεις της αγοράς- κι όχι στην ανάπτυξη της συγκεκριμένης κατηγορίας από τις άλλες αλυσίδες, στις οποίες βρίσκεται ίσως και σημαντικά κάτω από 20%.
Στην περίπτωση που οι αλυσίδες αλλάξουν το μοντέλο της οικονομικής τους λειτουργίας, η κατάσταση θα αντιστραφεί πλήρως. Η πιο επιθετική στρατηγική στην ιδιωτική ετικέτα ακολουθείται από την Τesco –τη μεγαλύτερη αλυσίδα του Ηνωμένου Βασιλείου- η οποία διαθέτει μία συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων με την ένδειξη προς τους καταναλωτές πως είναι ίδιες τιμές με της Lidl. Μόνο που στη Βρετανία το μερίδιο της Lidl είναι 7,5% και της Τesco στο 27,6%!