Ισχυρή ώθηση στις εγχώριες τράπεζες δίνει η επάνοδος της τραπεζικής αγοράς σε ένα πιο υγιές περιβάλλον, καθώς η επιστροφή των επιτοκίων σε θετικά επίπεδα ενισχύει αποφασιστικά τα τραπεζικά έσοδα και την κερδοφορία του κλάδου.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, τα συνολικά έσοδα από τόκους δανείων θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά 2 δισ. ευρώ το 2023, λόγω των αυξήσεων επιτοκίων που έχει πραγματοποιήσει η ΕΚΤ και των δύο επιπλέον αυξήσεων που προγραμματίζονται μέχρι το τέλος του έτους. Όπως επισημαίνουν στο Business Daily κάθε αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης προσθέτει έσοδα 200 εκατ. ευρώ στις εγχώριες τράπεζες.
Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί και μια σειρά επιπτώσεων. Όπως εκτιμούν οι τράπεζες, περίπου τα μισά από τα πρόσθετα επιτοκιακά έσοδα θα «καούν» σε κόστη που θα προκύψουν από την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων αλλά και των προβλέψεων λόγω της αύξησης των NPEs. Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν αρνητικά τις τράπεζες:
- η πίεση που θα υπάρξει στα spreads,
- το ύψος της επιβάρυνσης του κόστους καταθέσεων
- και το κόστος προβλέψεων λόγω της επιδείνωσης του χαρτοφυλακίου δανείων.
Έτσι, τα συνολικά έσοδα τόκων των τραπεζών το 2023 θα σημειώσουν αύξηση άνω των 2 δισ. ευρώ, ενώ η καθαρή αύξηση, μετά την αφαίρεση των παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά, θα διαμορφωθεί κοντά στο 1 δισ. ευρώ, αύξηση που θα δώσει μεγάλη ώθηση στην κερδοφορία και την αποδοτικότητα των εγχώριων τραπεζών. Σημαντικό μπόνους στην κερδοφορία αναμένεται και στους φετινούς ισολογισμούς των τραπεζών λόγω της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η ισχυρή βελτίωση της κερδοφορίας θα ανοίξει το δρόμο για τη διανομή μερισμάτων από τις εγχώριες τράπεζες, με την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα να έχουν στόχο τη διανομή μερίσματος από την εφετινή χρονιά ενώ Alpha Bank και Τρ. Πειραιώς από τη χρήση του 2023. Προϋπόθεση βέβαια είναι να μην επιδεινωθούν οι συνθήκες στην ευρωπαϊκή οικονομία εξαιτίας του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης κάτι που ενδεχομένως να οδηγήσει στην επιβολή εποπτικών περιορισμών αναφορικά με τις διανομές μερισμάτων. Χθες, σε συνέντευξή του, ο επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, τόνισε ότι οι ισολογισμοί των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι σε καλή κατάσταση, αλλά η ευρύτερη μακροοικονομική εικόνα είναι απόλυτα φυσικό να δημιουργεί ανησυχία.
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ προχώρησε στην αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 50 μονάδες βάσης (0,50%) τον περασμένο Ιούλιο και κατά 75 μ.β. (0,75%) τον περασμένο Σεπτέμβριο, με το βασικό επιτόκιο του ευρώ από 0% να διαμορφώνεται σήμερα στο 1,25%. Την ερχόμενη εβδομάδα, στις 27 Οκτωβρίου, αναμένεται νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 75 μ.β., ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα ακολουθήσει μια ακόμα αύξηση, κατά 50 ή 75 μ.β., τον Δεκέμβριο.
Γιατί δεν ανησυχούν για νέο κύμα «κόκκινων» δανείων.
Η ενδεχόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων (η οποία έρχεται να προστεθεί στο γενικότερο κύμα ακρίβειας) αποτελεί τη μεγαλύτερη εστία ανησυχίας για τις τράπεζες, ωστόσο πολλά στελέχη τραπεζών εμφανίζονται καθησυχαστικοί, εκτιμώντας ότι η επίπτωση δεν θα είναι μεγάλη.
Όπως σημειώνουν, τα προηγούμενα χρόνια το δανειακό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών δεν επεκτάθηκε (λόγω της χαμηλής πτήσης της οικονομίας, της αβεβαιότητας που πυροδότησε η πανδημία αλλά και των αυστηρών πιστοδοτικών κριτηρίων), οπότε δεν υπάρχουν πολλά νέα δάνεια που κινδυνεύουν να καταστούν μη εξυπηρετούμενα. Με άλλα λόγια δεν υπήρξε καμία πιστωτική επέκταση τα προηγούμενα χρόνια, ή πολύ περισσότερο χαλάρωση πιστοδοτικών κριτηρίων και να έχουν δοθεί πολλά δάνεια που τώρα λόγω της αλλαγής των συνθηκών στα επιτόκια κινδυνεύουν να «σκάσουν».
Το μεγαλύτερο μέρος των εξυπηρετούμενων δανείων σήμερα αποτελείται από δάνεια επιχειρήσεων και νοικοκυριών που κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις ακραίες συνθήκες που διαμόρφωσαν οι αλλεπάλληλες κρίσεις μετά το 2010, με το ΑΕΠ να σημειώνει «βουτιά» -25%, την ανεργία να ανέρχεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, την επιβολή capital controls κ.α.
Ασφαλώς και θα υπάρξουν επιπτώσεις στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, λόγω της αύξησης του κόστους του χρήματος, κυρίως στα νοικοκυριά αλλά και σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν υπό πίεση, ωστόσο αυτές. όπως εκτιμούν οι τράπεζες, θα είναι περιορισμένες και διαχειρίσιμες.
Επιπλέον, στελέχη τραπεζών επισημαίνουν ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα όπως και άλλων περιουσιακών στοιχείων παραμένουν σε ελκυστικά επίπεδα και δεν υπάρχουν οι υπερβολές που έχουν αλλού, εξαιτίας του πολυετούς κύκλου οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων.