O Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αναγάγει την εφαρμογή δασμών στα ξένα προϊόντα την αιχμή του δόρατος της πολιτικής του (οικονομικής κι εξωτερικής), θεωρώντας πως με τον τρόπο τούτο υπερασπίζεται τα συμφέροντα της αμερικανικής οικονομίας και συνάμα δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Μολαταύτα, όπως αποδεικνύει μία έκθεση της ομοσπονδιακής τράπεζας Federal Reserve, που υπογράφουν οι Άαρον Φλάεν και Τζάστιν Πίρς, τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα, καθώς ορισμένοι τομείς της αμερικανικής μεταποίησης βγαίνουν καθημαγμένοι από τους οικονομικούς πολέμους του Τραμπ, πρώτα με την Κίνα και εν συνεχεία με την ΕΕ. Εν ολίγοις, η πολιτική δασμών που ακολουθεί ο Πρόεδρος έχει πλήξει αρκετές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, προκαλώντας απώλεια θέσεων εργασίας και αυξημένο κόστος παραγωγής.
Σύμφωνα με την έκθεση Disentangling the Effects of the 2018-2019 Tariffs on a Globally Connected U.S. manufacturing Sector, από το 2018 που η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση εφαρμόζει την πολιτική των αυξημένων δασμών, οι εισαγωγές έχουν γίνει πανάκριβες. Αντί να επιτευχθεί ο πρωταρχικός στόχος να ενισχυθεί η εθνική βιομηχανία και να αυξηθούν οι προσλήψεις, η έκθεση υπογραμμίζει πως «οι τομείς που επλήγησαν από τις αυξήσεις δασμών αναγκάσθηκαν να αντιμετωπίσουν μειώσεις προσωπικού και μεγαλύτερα κόστη για τη χρηματοδότηση της παραγωγικής διαδικασίας». Και αυτό γιατί «τα ωφελήματα από τη στροφή προς τον προστατευτισμό υπερφαλαγγίσθηκαν από τα αρνητικά, πυροδοτώντας αύξηση του κόστους στις πρώτες ύλες και έχασαν συνάμα οι επιχειρήσεις κέρδη λόγω των αντιποίνων που εφάρμοσαν οι ανταγωνιστές».
Η μελέτη της Fed δεν υπεισέρχεται σε εξειδικευμένες περιπτώσεις, αλλά αναλύει το σύνολο των συνεπειών που έχει η πολιτική τούτη του Τραμπ, καταλήγοντας πως δεν έχουν επωφεληθεί καθόλου από τους δασμούς οι τομείς της μεταποίησης και της βιοτεχνίας, ενώ και άλλοι τομείς όπως η βιομηχανία αλουμινίου, η μηχανουργία και η τυποποίηση, η αυτοκινητοβιομηχανία και η παραγωγή χημικών και λιπασμάτων, έχουν πληγεί εξίσου, τόσο από την αύξηση του κόστους παραγωγής, όσο και από τα αντίποινα στις εξαγωγές των χωρών που υφίστανται τους αμερικανικούς δασμούς στα δικά τους προϊόντα.