Η εθνική λοταρία (Milli Piyango) αποτελεί θεσμό για την Τουρκία από το 1939 και, με τα περισσότερα τυχερά παιχνίδια να είναι απαγορευμένα στη χώρα, αποτελεί τον πιο συνήθη τρόπο που έρχονται σε επαφή με τον τζόγο οι περισσότεροι Τούρκοι.
Οι τουρκικές κυβερνήσεις είχαν πάντα συντηρητική στάση απέναντι στα τυχερά παιχνίδια. Τα καζίνα έχουν απαγορευτεί από το 1998, ενώ σήμερα οι μόνες μορφές τζόγου που γίνονται ανεκτές είναι το εθνικό λότο και το αθλητικό στοίχημα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του κόσμου για τη λοταρία αρχίζει να εξασθενεί, καθώς οι τελευταίες αλλαγές που έγιναν στο παιχνίδι μειώνουν δραματικά τις πιθανότητες να κερδίσει ένας παίκτης.
Μέχρι τώρα, οι παίκτες μπορούσαν να επιλέξουν έξι αριθμούς από ένα σύνολο 49 αριθμών. Όμως, οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν στους 90 και οι πιθανότητες να κερδίσει κανείς το μεγάλο βραβείο (με έξι σωστούς αριθμούς) έχουν μειωθεί από μία σε 14 εκατομμύρια σε μία στα 622 εκατομμύρια. Μάλιστα, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Ντενίζ Γιαβουζγιλμάζ ανέφερε πως υπάρχει μόνο μία πιθανότητα στα 3,5 τρισ..
Αυτές οι αλλαγές έχουν ανατρέψει εντελώς τα δεδομένα του παιχνδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς, σε μια χώρα 82 εκατ. κατοίκων, δεν έχει καταφέρει να κερδίσει το Λόττο έστω και μία φορά φέτος. Στη μεγάλη κλήρωση της Πρωτοχρονιάς βρέθηκε μόλις ένας τυχερός με πέντε σωστούς αριθμούς, που κέρδισε το 25% του μεγάλου βραβείου.
Η ιδιωτικοποίηση που… «βόλεψε» τον Ερντογάν
Ενώ οι Τούρκοι παίκτες χάνουν, υπάρχει ένας μόνιμος νικητής από τη λοταρία: ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, που έχει και την ιδιότητα του προέδρου στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της Τουρκίας. Στο Ταμείο αποδίδεται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από κάθε κλήρωση που δεν αποδίδονται σε νικητές.
Το 2020 τα δικαιώματα διαχείρισης της Εθνικής Λοταρίας πουλήθηκαν στην Sisal Sans, μια τουρκοϊταλική σύμπραξη, με την συμμετοχή της Demirören Holding. Ο τουρκικός όμιλος έχει στα χέρια του επίσης την εφημερίδα Hurriyet και το CNN Turk που χαρακτηρίζονται αμιγώς φιλοκυβερνητικά.
Η ιδιωτικοποίηση του Λόττο, αποτελεί μέρος του κυβερνητικού νεοφιλελεύθερου σχεδιασμού της κυβέρνησης Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια νέα αριστοκρατική τάξη επιχειρηματιών, στην οποία περιλαμβάνονται και μέλη της παλιάς επιχειρηματικής ελίτ, όπως η οικογένεια Demirören.
Η Demirören Holding έχει δεκαετές συμβόλαιο για να διαχειρίζεται την εθνική λοταρία και πρόσφατα ανακοίνωσε πως σκοπεύει να διεκδικήσει και το αντίστοιχο παιχνίδι στο Αζερμπαϊτζάν (που έχει δεχθεί την ισχυρή βοήθεια της Τουρκίας στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ).
Η ιδιωτικοποίηση του Τουρκικού Λόττο, το έχει μετατρέψει περισσότερο σε μια κανονική επιχείρηση, με το κόστος του δελτίου να έχει διπλασιαστεί. Παράλληλα η νέα διοίκηση αποφάσισε να κάνει ακόμα πιο δύσκολο να κερδίσει κάποιος το μεγάλο βραβείο, κάτι που ανεβάζει σημαντικά την γκανιότα, με ακόμα περισσότερα χρήματα να ξοδεύονται από τους παίκτες και να καταλήγουν μετά στα κρατικά ταμεία.
Το κρατικό επενδυτικό ταμείο, όπου πρόεδρος είναι ο Ερντογάν, αναζητεί επειγόντως αυτή την περίοδο «ζεστό χρήμα» πασχίζοντας τους τελευταίους μήνες να προσφέρει οικονομική στήριξη σε κολοσσούς της τουρκικής οικονομίας, όπως η Turkish Airlines.
Γιατί η ιδιωτικοποίηση μπορεί να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι
Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Ντενίζ Γιαβουζγιλμάζ υπογράμμισε ότι το κόστος διαχείρισης της λοταρίας έχει πλέον διπλασιαστεί καθώς είναι στις 3 τουρκικές λίρες από 1,5 τουρκική λίρα που ήταν μέχρι πρότινος, τονίζοντας πως «το χρηματοκιβώτιο της εταιρείας είναι γεμάτο με χρήματα και δεν τα μοιράζει στους πολίτες». Για το γεγονός ότι έχουν αυξηθεί όσοι πετυχαίνουν 5 σωστά νούμερα, αλλά κανείς δεν καταφέρνει να πετύχει και τα 6, ο ηγέτης του CHP τόνισε πως «αυτό αυξάνει την πιθανότητα ότι υπάρχει παρέμβαση στις κληρώσεις μέσω επιστημονικών υπολογισμών».
Είναι γεγονός πως η εμπιστοσύνη στο παιχνίδι έχει μειωθεί από τότε που πέρασε η διαχείριση σε ιδιώτες, που χαρακτηρίζονται από την φιλοκυβερνητική τους θέση. Η εμπιστοσύνη των πολιτών έχει πληγεί επίσης από τις πρόσφατες αποκαλύψεις για υποθέσεις διαφθοράς στην λοταρία στο ψευδοκράτος, όπου σύμφωνα με ρεπορτάζ της Daily Sabah, έχει ξεκινήσει έρευνα για «κατηγορίες που υπάρχουν οτι νικηφόρα λαχεία είχαν δοθεί σε οικογένειες εργαζομένων της λοταρίας».
Τώρα με την τουρκική οικονομία να δέχεται σημαντικά πλήγματα καθώς αποχωρούν κολοσσοί από την χώρα όπως η Volkswagen, ενώ έχει εκλείψει παράλληλα και το επενδυτικό ενδιαφέρον, η οικογένεια Ντεμιρόρερν, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, έχει βρει τον τρόπο να αδειάζει τις τσέπες των πολιτών, ενώ παράλληλα ενισχύει έμμεσα τα κρατικά ταμεία.
Ωστόσο, αυτό κρύβει και κινδύνους. Αν το παιχνίδι χάσει τελείως την αξιοπιστία του, αυτό θα προκαλέσει σημαντικό πλήγμα στα έσοδα. Με τις πιθανότητες νίκης να έχουν πρακτικά εκμηδενιστεί, είναι σίγουρο πως οι Τούρκοι, που ήδη παραπονιούνται για την αύξηση του κόστους του δελτίου, θα απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη λοταρία και ο Ερντογάν θα χρειαστεί να αναζητήσει νέα πηγή εσόδων από τους πολίτες για να σώσει τους επιχειρηματικούς γίγαντες της χώρας του.