Τα δύσκολα δεν έχουν τελειώσει για τις ευρωπαϊκές μετοχές, παρότι από την αρχή του χρόνου ο ευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 «γράφει» απώλειες που πλησιάζουν το 13% και έχει χάσει τον βηματισμό ανάκαμψης της περιόδου μετά τη λήξη της πανδημίας. Κάπως έτσι συνοψίζεται η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που «βλέπει» στον ορίζοντα της επόμενης χρονιάς πολλούς κινδύνους για τις μετοχές, υπογραμμίζοντας ότι «υπάρχει αυξημένος κίνδυνος άτακτης δυναμικής της αγοράς».
Στην τελευταία της Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, η ΕΚΤ τονίζει, γενικότερα, ότι «οι αγορές είναι εύθραυστες εν μέσω αυξημένης μακροοικονομικής αβεβαιότητας. Ο κίνδυνος μη ομαλής μεταβολής των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει αυξηθεί, σε ένα πλαίσιο αυξημένου πληθωρισμού, αυξανόμενων φόβων ύφεσης και αυστηρότερων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών».
Η ΕΚΤ εμφανίζεται αρκετά ανήσυχη για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών μετοχών, που θα βρεθούν υπό τη διπλή δυσμενή επίδραση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και των αυξημένων επιτοκίων. «Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, την ώρα που η ανάπτυξη επιβραδύνεται –σε αντίθεση με τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια προηγούμενων επεισοδίων υποτονικής ανάπτυξης– μπορεί να αυξήσει τις καθοδικές πιέσεις στις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων ρίσκου», υπογραμμίζει η κεντρική τράπεζα.
Αφήνει, μάλιστα, να εννοηθεί ότι η «βουτιά» των ευρωπαϊκών μετοχών μέσα στο 2022 ίσως να αποτελεί... ήπια προσαρμογή, σε σχέση με την περαιτέρω υποχώρηση που θα μπορούσε να σημειωθεί τον επόμενο χρόνο. «Ενώ οι πρόσφατες διορθώσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ήταν ομαλές», τονίζει, «υπάρχει τώρα αυξημένος κίνδυνος άτακτης δυναμικής της αγοράς».
Όπως εξηγεί η ΕΚΤ, «οι πρόσφατες διορθώσεις στις αποτιμήσεις των ριψοκίνδυνων περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις αυξήσεις των επιτοκίων». Προσθέτει, μάλιστα, ότι ακόμη και μετά τη διόρθωση, οι μετοχές πιθανότατα εξακολουθούν να είναι ακριβές: «οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να εξακολουθούν να είναι τραβηγμένες, δεδομένων των τρεχουσών προοπτικών», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Η θεωρία αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων», προσθέτει η ΕΚΤ, «υποδηλώνει ότι η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου αντικατοπτρίζει την παρούσα προεξοφλημένη αξία των αναμενόμενων μελλοντικών ταμειακών ροών του. Όταν τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου και τα ασφάλιστρα κινδύνου αυξάνονται, η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών μειώνεται. Τα ασφάλιστρα κινδύνου τείνουν να αυξάνονται όταν αυξάνονται τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου, διαβρώνοντας περαιτέρω την αξία των περιουσιακών στοιχείων κινδύνου». Με άλλα λόγια, τα αυξημένα επιτόκια θα «διαβρώσουν» την αξία των μετοχών.
«Οι τιμές των μετοχών της ζώνης του ευρώ μειώθηκαν», σημειώνει η ΕΚΤ,«καθώς τα επιτόκια αυξήθηκαν. Περαιτέρω (μη αναμενόμενες) αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να προκαλέσουν πρόσθετες διορθώσεις στις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων κινδύνου».
Ένα πρόσθετο πρόβλημα που επισημαίνει με έμφαση η κεντρική τράπεζα είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων έχει προκαλέσει ταυτόχρονη πτώση όλων των assets, μετοχών και ομολόγων, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες ισχυρότερων κραδασμών στο μέλλον, δεδομένου ότι οι επενδυτές είναι πολύ δύσκολο να βρουν «καταφύγια» στο σημερινό τοπίο των αγορών. Με άλλα λόγια έχει πάψει να λειτουργεί ο γνώριμος μηχανισμός της φυγής από τις μετοχές στην ασφάλεια των ομολόγων, αφού κινούνται πτωτικά και οι δύο αυτές βασικές κατηγορίες.
«Δεδομένης της σημασίας των επιτοκίων μηδενικού κινδύνου για την αποτίμηση των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων», τονίζει η ΕΚΤ, «οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων διαφορετικών κατηγοριών έχουν κινηθεί στην ίδια κατεύθυνση. Αυτή η ισχυρότερη συσχέτιση περιπλέκει τις στρατηγικές αντιστάθμισης και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες και συχνότερες απώλειες».
Τι εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος για τις ελληνικές μετοχές
Στη δική της Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει τις πιέσεις που δέχθηκαν μετά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι ελληνικές μετοχές, αλλά σημειώνει και το γεγονός ότι έδειξαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις πιέσεις σε σχέση με τις ευρωπαϊκές.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ΤτΕ,
- Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με τις συνακόλουθες γεωπολιτικές εντάσεις και η κλιμακούμενη ενεργειακή κρίση επέδρασαν καθοριστικά στις αγορές. Ταυτόχρονα, η μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας και ειδικότερα του πετρελαίου (μέχρι και κατά 59% στις 8.6.2022), σε σύγκριση με τις 31.12.2021 (112,2 ευρώ έναντι 70,4 ευρώ αντίστοιχα, εκφρασμένη σε ευρώ), δημιούργησε πληθωριστικές πιέσεις και ενέτεινε τις ανησυχίες για περιορισμό της οικονομικής ανάκαμψης.
- Η αποφυγή ανάληψης κινδύνου διακράτησης χρηματοοικονομικών τίτλων από τους επενδυτές και, δευτερευόντως, η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, σε συνδυασμό με τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οδήγησαν σε επαναπροσδιορισμό των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων, παρά τα θετικά νέα για την κερδοφορία των επιχειρήσεων το 2021 και το πρώτο εξάμηνο του 2022.
- Η διαφορά των αποτιμήσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών και των ελληνικών μετοχών περιορίστηκε. Ειδικότερα, οι ευρωπαϊκές αγορές από την αρχή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν προβεί σε αναθεώρηση των αποτιμήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις επιβληθείσες κυρώσεις, την έκταση των ανοιγμάτων των τραπεζών στις αγορές της Ρωσίας, καθώς και τις ευρύτερες μακροοικονομικές επιπτώσεις.
- Συγκεκριμένα, ενώ η χρηματιστηριακή αξία σε σχέση με τη λογιστική αξία (Price to Book Value - P/BV) των ευρωπαϊκών μετοχών κατά την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2021-31 Οκτωβρίου 2022 σημείωσε μείωση κατά περίπου 20%, η χρηματιστηριακή αξία σε σχέση με τη λογιστική αξία για τον Γενικό Δείκτη τιμών μετοχών στην Ελλάδα κατέγραψε χαμηλότερη πτώση, κατά περίπου 2% την ίδια χρονική περίοδο.