Πέρασε επιτυχώς το πρώτο τεστ του 2022 η Ελλάδα στην αγορά ομολόγων, καθώς για τα 10ετή ομόλογα που διατέθηκαν σήμερα εκδηλώθηκε αρκετά ισχυρή ζήτηση, που ξεπέρασε τα 15 δισ. ευρώ, με το ελληνικό Δημόσιο να αντλεί 3 δισ. ευρώ, ενώ η απόδοση διαμορφώθηκε στο 1,83%.
Τα στοιχεία από την ολοκλήρωση της έκδοσης επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα διατηρεί μεν την πρόσβαση στην αγορά ομολόγων, όμως πλέον ο δανεισμός είναι αρκετά ακριβότερος σε σχέση με το 2021, καθώς τον Μάρτιο λήγει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ για την πανδημία, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν σε άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων στην ευρωζώνη.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο προηγούμενο άνοιγμα της ίδιας έκδοσης 10ετών ομολόγων, τον Ιούνιο του 2021, η απόδοση είχε διαμορφωθεί σε 0,9%, δηλαδή στη νέα έκδοση διπλασιάσθηκε. Η αρχική καθοδήγηση των αναδόχων τραπεζών, με επικεφαλής την Barclay's ήταν mid swaps (σήμερα διαμορφώνονται σε 0,43%) πλέον 1,45%, ενώ στη διάρκεια της διάθεσης των τίτλων υποχώρησε στο 1,40%, για να διαμορφωθεί η τελική απόδοση σε 1,83%.
Σημειώνεται ότι φέτος ο ΟΔΔΗΧ αναμένεται να προχωρήσει στην έκδοση νέων ομολόγων ύψους 12 δισ. ευρώ, τουλάχιστον, έναντι 14 δισ. ευρώ το 2021. Το Ελληνικό Δημόσιο θα επιδιώξει να αντλήσει το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού το πρώτο τρίμηνο του έτους, όσο θα συνεχίζει να αγοράζει ομόλογα η ΕΚΤ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Societe Generale, η ΕΚΤ θα αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας 3 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο, ανεβάζοντας στα 39 δισ. ευρώ την αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει.
Χρ. Σταϊκούρας: Ικανοποιητικό το κόστος δανεισμού
Σε δήλωσή του, ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι το κόστος δανεισμού κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα, διεθνή συγκυρία:
«Η Ελλάδα προχώρησε σήμερα στην έκδοση 10ετούς ομολόγου, ανοίγοντας την αυλαία του δανειακού προγράμματος για το 2022.
Έκδοση που, για ακόμη μία φορά, στέφθηκε με επιτυχία, καθώς συγκέντρωσε υψηλή ζήτηση και ποιότητα κεφαλαίων.
Η χώρα μας άντλησε 3 δισ. ευρώ, με επιτόκιο περίπου 1,8%.
Το κόστος δανεισμού κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα, διεθνή συγκυρία.
Συγκυρία στην οποία καταγράφεται, διεθνώς, άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλούν η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού και η επικείμενη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική.
Χαρακτηριστικό της ανοδικής τάσης στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων είναι ότι τα γερμανικά ομόλογα διαπραγματεύονται, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, με θετική απόδοση.
Ωστόσο, παρά τη δύσκολη αυτή συγκυρία, η Ελλάδα δανείστηκε σήμερα με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%.
Ενώ, και το περιθώριο επιτοκίου, το spread, του ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού έχει συρρικνωθεί σημαντικά, τόσο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα όσο και με τα επίπεδα των αρχών του 2019.
Συνεπώς, η χώρα μας, συνεχίζοντας την – αποδεδειγμένα – επιτυχημένη εκδοτική στρατηγική και την αποτελεσματική οικονομική πολιτική των τελευταίων 2,5 ετών, καταφέρνει, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονης ρευστότητας, να κινείται αταλάντευτα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην κανονικότητα κλασικού εκδότη-χώρας της Ευρωζώνης, “κλειδώνοντας” το κόστος δανεισμού της δεκαετίας σε χαμηλά επίπεδα.
Ως Κυβέρνηση, διασφαλίζουμε σταθερότητα και ασφάλεια.
Διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα της πατρίδας μας σε ασφαλές ύψος, παρά τις πρωτόγνωρες – σε ολόκληρο τον πλανήτη – δυσκολίες και προκλήσεις.
Προκλήσεις στις οποίες απαντάμε άμεσα, μεθοδικά, διορατικά και αποτελεσματικά.
Γι’ αυτό άλλωστε, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ θετικές, όπως πιστοποιήθηκε στις τελευταίες συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων και αναγνωρίζουν – μέσα και από τη σημερινή “ψήφο” εμπιστοσύνης τους – οι διεθνείς αγορές.
Συνεχίζουμε με υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, την εφαρμογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, τη χάραξη μιας διορατικής εκδοτικής στρατηγικής και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ώστε η οικονομία μας να συνεχίσει να ισχυροποιείται, ολόπλευρα όπως είδαμε σήμερα, τόσο με την επιτυχημένη έξοδο στις αγορές όσο και με την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας».