Μηνύματα καθησυχασμού προς την αγορά ομολόγων έστειλε ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, με συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters, στον απόηχο της μεγάλης αύξησης στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Το πρώτο εξ αυτών είναι ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει σε πλήρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ τον Μάρτιο, γεγονός το οποίο θα μειώσει, περαιτέρω, το επίπεδο των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, με δεδομένο ότι τα δάνεια του Ταμείου είναι υψηλού επιτοκίου. «Η Ελλάδα έχει υποβάλει επίσημα αίτημα για την πλήρη αποπληρωμή των ανεξόφλητων δανείων της. Η σχετική διαδικασία έχει ξεκινήσει και αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος Μαρτίου», τόνισε ο κ. Σταϊκούρας.
Το δεύτερο μήνυμα και πιο ουσιαστικό είναι ότι η χώρα θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, όπως ακριβώς είναι και η δέσμευσή της στου δανειστές, χάρη στην καλύτερη του αναμενόμενου ανάπτυξη αλλά και στα υψηλότερα έσοδα του προϋπολογισμού. «Η Ελλάδα εφαρμόζει μία συνετή και υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική αλλά και μία προσεκτική πολιτική στην έκδοση χρέους, με στόχο να μειώσει τις συνέπειες του γεγονότος ότι παρά τις συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας δεν έχει ακόμη αποκτήσει το investment grade. Αναφορικά με τα έτη από το 2023 και μετά, θα στραφούμε στην επίτευξη ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων», σημείωσε ο κ. Σταϊκούρας.
Οι δηλώσεις του υπ. Οικονομικών ήλθαν μετά τη μεγάλη αύξηση της απόδοση του 10ετούς ομολόγου που ξεπερνά το 2,5% όσο και των spreads, που αποτελεί «καμπανάκι κινδύνου» για το οικονομικό επιτελείο και τις περιορισμένες δυνατότητες που υπάρχουν για νέα οριζόντια μέτρα στήριξης.
Σημειώνεται ότι το spread των ελληνικών 10ετών ομολόγων από τα γερμανικά έχει εκτιναχθεί σε υψηλό 12μήνου, στις 232,9 μονάδες βάσης (2,32%). Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, αυτός ο κρίσιμος δείκτης διαφορικού κόστους δανεισμού, που είχε εκτιναχθεί σε ρεκόρ 1.865 μ.β. το καλοκαίρι του 2015, βρισκόταν σε επίπεδα τόσο χαμηλά, που θύμιζαν τις καλές εποχές των πρώτων χρόνων συμμετοχής της χώρας στο ευρώ, όταν ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών δανειζόταν σχεδόν με το ίδιο κόστος με τον Γερμανό ομόλογό του. Στις 15 Ιουνίου 2021, το spread είχε πέσει κάτω και από το 1%, στις 97,55 μ.β., που είναι και το ιστορικό χαμηλό του.
Την ίδια ώρα τους κινδύνους που υπάρχουν τόσο από την παραπάνω πορεία όσο και από μία αλόγιστη πολιτική επιδομάτων και στήριξης επεσήμανε σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής», ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας. Μεταξύ άλλων ο κ. Στουρνάρας τόνισε στο άρθρο του ότι «η αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών που ήδη συντελείται, μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, κυρίως όμως να ασκήσει πιέσεις στο κόστος δανεισμού, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, και να επηρεάσει τη βιωσιμότητα του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Θα πρέπει η χώρα σταδιακά να επανέλθει στην προ πανδημίας υγιή δημοσιονομική θέση, ώστε να μην ακυρωθούν οι θυσίες της δημοσιονομικής προσαρμογής που συντελέστηκε την προηγούμενη δεκαετία προς όφελος των επόμενων γενεών».
Τόνισε ακόμη ότι η αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων που σημειώνεται αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο που οφείλεται στις γενικότερες αλλαγές στις συνθήκες των χρηματοπιστωτικών αγορών, ωστόσο «η ευαισθησία των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων στη διεθνή μεταβλητότητα είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τίτλους άλλων χωρών, λόγω της χαμηλότερης πιστοληπτικής τους διαβάθμισης. Ως εκ τούτου, μέρος της διεύρυνσης των περιθωρίων (spreads) των ελληνικών κρατικών ομολόγων (έναντι του αντίστοιχου γερμανικού) οφείλεται στα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας».