Φάση «αδυναμίας» διανύουν οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές και αποτελούν τον κύριο ανασχετικό παράγοντα της ανόδου του Χρηματιστηρίου, ύστερα από μια χρονιά εντυπωσιακών κερδών, στη διάρκεια της οποίας ο τραπεζικός δείκτης διπλασιάσθηκε και έδωσε ώθηση στο Γενικό Δείκτη, για να κλείσει τη χρονιά με άνοδο 50%, τη μεγαλύτερη στο διεθνές χρηματιστηριακό στερέωμα.
Η σημερινή πτώση του τραπεζικού δείκτη σχεδόν κατά 3%, μια ώρα πριν το κλείσιμο της συνεδρίασης, ανεβάζει τις απώλειες από την αρχή της χρονιάς πάνω από το 8%. Όπως σημειώνουν αναλυτές, από την αρχή του έτους βρίσκεται σε εξέλιξη μια κίνηση ρευστοποίησης κερδών από χαρτοφυλάκια του εξωτερικού, που εντοπίζεται κυρίως στις τραπεζικές μετοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκροές ξένων κεφαλαίων από το ΧΑ ξεπέρασαν τα 100 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο.
Όμως, πίσω από την αδυναμία των τραπεζικών μετοχών δεν κρύβεται μόνο η εύλογη διάθεση των διαχειριστών κεφαλαίων να «κλειδώσουν» κάποια από τα μεγάλα κέρδη του 2019. Η πλευρά των υποψήφιων αγοραστών, που δεν είναι λίγοι, αφού η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά θεωρείται υποσχόμενη για το μέλλον, δείχνει «μουδιασμένη», καθώς οι τράπεζες, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, είναι χαμένες στο παιχνίδι των προσδοκιών.
Τα περισσότερα καλά νέα για τον κλάδο, με σημαντικότερα τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και την έναρξη της υλοποίησης του σχεδίου «Ηρακλής», για να επιταχυνθεί η εξυγίανση των ισολογισμών, έχουν ήδη ενσωματωθεί στις αποτιμήσεις των μετοχών και δεν υπάρχουν πολλοί καταλύτες που θα έδιναν νέα ώθηση ανόδου στις μετοχές.
Αντίθετα, καθώς η υλοποίηση φιλόδοξων προγραμμάτων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται στην αρχή της, οι επενδυτές αρχίζουν να κοιτάζουν περισσότερο στην κατεύθυνση των ενδεχόμενων δυσάρεστων εκπλήξεων σε αυτή την, ούτως ή άλλως, δύσκολη πορεία, γνωρίζοντας ότι ο τραπεζικός κλάδος έχει προσφέρει ουκ ολίγες δυσάρεστες εκπλήξεις στους επενδυτές στη δύσκολη διαδρομή από το 2009 και μετά.
Οι φόβοι των απαισιόδοξων
Οι αναλυτές που διακατέχονται από τον εντονότερο σκεπτικισμό ήδη δίνουν έμφαση στη σκιαγράφηση των κινδύνων. Ενδεικτική είναι η χθεσινή έκθεση της Goldman Sachs, που τονίζει ότι μόνο οι ελληνικές τράπεζες σε όλη την ευρωζώνη διατρέχουν τον κίνδυνο να μην πιάσουν το στόχο για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κάτω από 5% ως το τέλος του 2022.
Η κύρια αντίφαση που τονίζει η Goldman Sachs είναι ότι ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα ρίσκα στην εκτέλεση των σχεδίων εξυγίανσης των ισολογισμών, η χρηματιστηριακή αγορά αποτιμά τις τραπεζικές μετοχές τόσο «πλούσια», σαν να είχαν ήδη εκπληρώσει τους στόχους τους που έχουν τεθεί για τη μείωση των NPE ως το τέλος του 2021. Με αυτή τη βασική υπόθεση, η G.S. «πετσοκόβει» τις τιμές στόχους και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο μία τραπεζική μετοχή έχει περιθώρια περαιτέρω ανόδου (Alpha Bank).
Αν και η έκθεση του αμερικανικού οίκου χαρακτηρίζεται σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις από αναλυτές και στελέχη της αγοράς ως υπερβολικά απαισιόδοξη, στο παιχνίδι των προσδοκιών έχει μεγάλη βαρύτητα, γιατί δείχνει ότι το κέντρο βάρους στον τρόπο αξιολόγησης των τραπεζικών μετοχών έχει πλέον μετατοπισθεί: οι επενδυτές βάζουν στο μικροσκόπιο όλους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να ωθήσουν υψηλότερα τις αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και αρκετά έντονη επιφυλακτικότητα, μπροστά στα πιθανά ρίσκα και τις ενδεχόμενες δυσάρεστες εκπλήξεις.
Αν οι αρχές ήθελαν να απαντήσουν σε αυτούς τους προβληματισμούς, οι ίδιοι οι αναλυτές της G.S. δείχνουν την κατεύθυνση που θα έπρεπε να κινηθούν: όπως σημειώνουν, δέχονται ότι η επιφυλακτικότητά τους θα μπορούσε να διαψευσθεί αν, μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση αποφάσιζε να «ρίξει στη μάχη» κατά των «κόκκινων» δανείων άλλο ένα μεγάλο συστημικό σχέδιο, όπως αυτό που έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για την επάνοδο του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τις τραπεζικές μετοχές. Προς το παρόν, όμως, η διάθεση ρευστοποίησης κερδών και οι αμφιβολίες για τα ρίσκα φαίνεται ότι θα εξακολουθήσουν να «ταλαιπωρούν» τις τραπεζικές μετοχές.