Η Ελλάδα θωρακίζεται από εξωτερικές απειλές, ενισχύει την διεθνή παρουσία της και επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, τονίζει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας που σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «Η συμφωνία με την Γαλλία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας, προκειμένου η Ευρώπη να έχει την δυνατότητα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις ασφαλείας».
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο υπουργός Εξωτερικών αναλύει τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας που υπεγράφη με τη Γαλλία και όπως αναφέρει, η συμφωνία αποτελεί την επιτυχή κατάληξη διαπραγματεύσεων που ξεκίνησε με τον Γάλλο ομόλογό του αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του πριν από δύο χρόνια και το αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας υπό τον πρωθυπουργό.
Οι δεσμοί Ελλάδας- Γαλλίας «που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική επανάσταση και πιο πρόσφατα στην ειδική σχέση που καλλιέργησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αρχικά με τον στρατηγό Ντε Γκώλ και στην συνέχεια με τον Βαλερί Ζισκάρ Ντε Εσταίν» αποκτούν «πλέον στρατηγικό χαρακτήρα».
Σημειώνει ότι «πρώτον, η Ελλάδα θωρακίζεται ακόμα περισσότερο από κάθε εξωτερική στρατιωτική απειλή», σημειώνει, καθώς «η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής υποδηλώνει ότι εάν η Ελλάδα δεχθεί επίθεση στην επικράτειά της, από οποιονδήποτε αντίπαλο, τότε η ισχυρότερη στρατιωτικά δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η μόνη με πυρηνική δύναμη αποτροπής, θα βρεθεί στο πλευρό μας».
Ο κ. Δένδιας εξηγεί δε πως «η σημασία δεν έγκειται απαραίτητα μόνο στην αρωγή, αλλά εξίσου και στην αποτροπή», καθώς «οποιοσδήποτε δυνητικός αντίπαλος της Ελλάδας θα πρέπει να σκεφθεί διπλά πριν αποφασίσει την χρήση βίας εναντίον της». Υπενθυμίζει όμως ότι η συμφωνία δεν στρέφεται εναντίον κανενός, είναι καθαρά αμυντικής φύσεως και έρχεται να ενισχύσει αντίστοιχη συμφωνία, που υπέγραψε πριν από ένα χρόνο με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Δεύτερον, η συμφωνία ενισχύει τη διεθνή παρουσία της Ελλάδας και τις θέσεις της όσον αφορά την αντιμετώπιση προκλήσεων στην ευρύτερη περιοχή, με τη στενή συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, τον τακτικό συντονισμό των θέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η Γαλλία είναι άλλωστε μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα ζητήματα πολιτικής ασφάλειας και άμυνας στην ΕΕ.
Έτσι, «η Ελλάδα αναβαθμίζει την γεωστρατηγική της θέση στην περιοχή της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Κόλπου, καθώς και της Υποσαχάριας Αφρικής, όπου η Γαλλία συνεχίζει να διατηρεί ισχυρά ερείσματα» και «αναδεικνύεται ως δυνάμει γέφυρα μεταξύ των περιοχών αυτών και της Ευρώπης».
Τρίτον, «η Ελλάδα, μετά από μια δεκαετία ενδοστρέφειας, επιστρέφει δυναμικά στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού οράματος» και «δεν είναι πλέον η προβληματική χώρα που απειλεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Αντιθέτως, σημειώνει «συνεισφέρει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και μέσω αυτής στην ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίησης, που ανέκαθεν αποτελούσε στόχο και όραμα της Νέας Δημοκρατίας».
Επισημαίνει ότι «η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραμένει θεατής έναντι των απειλών κατά των αξιών της. Ούτε η ΕΕ είναι απλώς ένας οικονομικός και γραφειοκρατικός συνεταιρισμός», επισημαίνει και προσθέτει: «Πρόκειται για το μεγαλύτερο εγχείρημα εθελούσιας ένωσης κρατών στην ιστορία της ανθρωπότητας και υπό αυτό το πρίσμα οφείλει να συμμετέχει ενεργά στο διεθνές γίγνεσθαι».
Ο υπουργός Εξωτερικών τονίζει ακόμη πως «με τη συμφωνία Ελλάδας- Γαλλίας ενισχύεται ο καταμερισμός των βαρών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ενισχύει τον διατλαντικό δεσμό, καθώς και τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ». Η ελληνογαλλική συμφωνία «δεν είναι απλώς μια ακόμα διμερής συνθήκη μεταξύ ευρωπαίων εταίρων, είναι μια σημαντική συμφωνία που θα επηρεάσει τη διαμόρφωση του μέλλοντος της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας μας. Τελικά αποτελεί μια ψηφίδα στο κοινό ευρωπαϊκό όραμα», καταλήγει.