«Πιστωτικές γραμμές» άμυνας για ενίσχυση της ρευστότητας του Δημοσίου αναζητά το υπουργείο Οικονομικών καθώς ο λογαριασμός της κρίσης «φουσκώνει» επικίνδυνα. Με τα σενάρια για την διάρκεια και το βάθος της ύφεσης να αναθεωρούνται επί τα χείρω με ρυθμό... πολυβόλου στο οικονομικό επιτελείο έχει σημάνει συναγερμός, αφού η δεξαμενή των ταμειακών διαθεσίμων αδειάζει και με τα σημερινά δεδομένα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών έως τον Ιούνιο.
Το σχέδιο αναζήτησης νέων πηγών εξοικονόμησης πόρων για την κρατική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την υποβολή αιτήματος στους εταίρους για αναστολή της πληρωμής των δόσεων του 2020 για τα μνημονικά δάνεια σε περίπτωση που η κρίση συνεχισθεί και μετά το Μάιο και ναυαγήσει η έκδοση ευρωομολόγου.
Σύμφωνα με πληροφορίες η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης στους θεσμούς προβλέπει πάγωμα των δαπανών για τόκους ή χρεολύσια 4,5 και 5 δισ. αντίστοιχα προκειμένου τα χρήματα αυτά να διατεθούν για τη χρηματοδότηση του πακέτου των μέτρων στήριξης της οικονομίας.
Πηγές του οικονομικού επιτελείου τονίζουν εάν υπάρξει θετική ανταπόκριση στο αίτημα απομακρύνεται το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί μέρος των διαθεσίμων από το «μαξιλάρι» της ρευστότητας των 32 δισ. ευρώ για τις ανάγκες που επιβάλλουν οι έκτακτες οικονομικές συνθήκες.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπάρχει και η εναλλακτική της χρήσης των κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά προς το παρόν το τοπίο παραμένει θολό τόσο για τους όρους όσο και για το ύψος της χρηματοδότησης, καθώς οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους θέλουν η παροχή ρευστότητας από το μηχανισμό στα κράτη μέλη της ευρωζώνης να συνοδευτεί με προαπαιτούμενα και εποπτεία που παραπέμπουν σε νέου τύπου μνημόνιο.
Χειρότερες προβλέψεις για την ύφεση
Οι εκτιμήσεις για την ύφεση όσο περνάει ο καιρός γίνονται και πιο γκρίζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταικούρας σε διάστημα μόλις ολίγων ημερών κατέβασε την επιβράδυνση της οικονομίας στο 3% έναντι μηδενικής μεταβολής που ήταν η αρχική του εκτίμηση. Είναι σαφές ότι οι επιτελείς στο υπουργείο Οικονομικών προσπαθούν να ευθυγραμμιστούν με τις επίσημες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έως την περασμένη Δευτέρα έδινε ύφεση από 1% έως 3% φέτος για την Ελλάδα.
Ωστόσο τα μοντέλα άσκησης που τρέχουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δείχνουν ότι το ΑΕΠ διολισθαίνει σε απώλειες που δεν αποκλείεται με βάση το δυσμενές σενάριο για ύφεση 8% να φθάσουν τα 14-15 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές από τα 187,5 δισ. ευρώ που είχε διαμορφωθεί του 2019 θα κατρακυλήσει στα επίπεδα των 172,5 δις. ευρώ, γυρίζοντας στα «πέτρινα» χρόνια των μνημονίων και συγκεκριμένα στη διετία 2014-2015.
Αυτή τη στιγμή το 90% του τζίρου στην αγορά έχει υποστεί καθίζηση με 900.000 επιχειρήσεις να είναι σε αδράνεια με άδεια ταμεία και να αναζητούν καταφύγιο στη λίστα με τα μέτρα διάσωσης του υπουργείου Οικονομικών. Νευραλγικοί κλάδοι της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και η ναυτιλία σαρώνονται από τον κορονοϊό, με την κυβέρνηση να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί, επιχειρώντας από τη μία πλευρά να καλύψει τις ανάγκες του «λογαριασμού» με τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και από την άλλη να αποτρέψει παρενέργειες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στον κρατικό προϋπολογισμό.
Η εξάπλωση του κορονοϊού φέρνει μεγάλες ανατροπές στα δημοσιονομικά καθώς για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια ο προϋπολογισμός αναμένεται να είναι ελλειμματικός λόγω της απώλειας εσόδων και της διόγκωσης των δαπανών για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία.
Στην πλατεία Συντάγματος τα οικονομικά μοντέλα προβλέψεων έχουν πάρει φωτιά επιβεβαιώνοντας ότι το πλήγμα που υφίσταται η πραγματική οικονομία θα μεταφερθεί και στον προϋπολογισμό. Οι επιπτώσεις από τα δημοσιονομικά μέτρα και την ακινητοποίηση της δραστηριότητας θα οδηγηθούν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το 2,5% του ΑΕΠ, με τον κίνδυνο για δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος να μην μπορεί να αποσοβηθεί. Μεγάλη ανησυχία υπάρχει και για το χρέος, δηλαδή την εξυπηρέτηση τόκων και χρεολυσίων. Η καθίζηση του ΑΕΠ θα αλλάξει προς το χειρότερο τη σχέση χρέους προς το ΑΕΠ και έτσι από τα επίπεδα 173,3% του ΑΕΠ (330 δισ. χρέος Γενικής Κυβέρνησης) θα ανέλθει σε ακόμη πιο υψηλά, στο 191,1% του ΑΕΠ.