Μπορεί το οικονομικό επιτελείο να ατενίζει το μέλλον των ψηφιακών ελεγκτικών μεθόδων για τον εντοπισμό «κρυμμένων» εισοδημάτων, όμως για την ώρα επιστρέφει ολοταχώς στο παρελθόν των αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης των επαγγελματιών, καθιερώνοντας ένα σύστημα φορολόγησης που θυμίζει τη φιλοσοφία αυτού που εφαρμόσθηκε πρώτη φορά το 1994. Με το νέο σύστημα, όλοι οι επαγγελματίες θα υποχρεωθούν να πληρώνουν τουλάχιστον 1.100 και έως 12.000 ευρώ τον χρόνο στην εφορία.
Όπως εξήγησε χθες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, οι σύγχρονες μέθοδοι που υιοθετούνται θα έχουν αποτελέσματα στο μέλλον στην πάταξη της φοροδιαφυγής, όμως μέχρι τότε δεν μπορούν να αφεθούν επαγγελματίες να φορολογούνται για εισοδήματα μικρότερα από αυτά που εμφανίζει ένας υπάλληλος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Ο υφυπουργός Οικονομικών, Χάρης Θεοχάρης υπογράμμισε ότι το νέο σύστημα θα απελευθερώσει τις ελεγκτικές υπηρεσίες για να εντοπίζουν την πραγματικά μεγάλη φοροδιαφυγή, αντί να αναζητούν μικρά ποσά σε εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες.
Το νέο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών αρθρώνεται με κεντρικό σημείο αναφοράς τις ετήσιες αποδοχές ενός εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δηλαδή τα 10.920 ευρώ. Αυτό θα είναι το ελάχιστο εισόδημα, με βάση το οποίο θα φορολογούνται οι επαγγελματίες και θα πληρώνουν τουλάχιστον 1.100 ευρώ φόρο.
Όμως, πάνω σε αυτό το βασικό σημείο αναφοράς θα «χτίζονται» προσαυξήσεις του φορολογητέου εισοδήματος με αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο χρόνος άσκησης επαγγελματικής/επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι αμοιβές προσωπικού και τα ακαθάριστα έσοδα: όταν αυτά υπερβαίνουν τον μέσο όρο των επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων του ίδιου Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας, το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα θα προσαυξάνεται αντίστοιχα, με αυξανόμενους συντελεστές. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της άσκησης θα είναι να διαμορφώνεται το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα μέχρι ένα ανώτατο όριο, που θα είναι τα 50.000 ευρώ.
Κατά συνέπεια, με το νέο σύστημα δεν θα υπάρχει πλέον επαγγελματίας που να πληρώνει λιγότερα από 1.100 ευρώ στην εφορία (αυτός είναι ο φόρος που αντιστοιχεί στα 10.920 ευρώ του κατώτατου μισθού), ενώ με τις προαναφερθείσες προσαυξήσεις ο ελάχιστος φόρος θα ανέρχεται έως τα 12.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στο εισόδημα των 50.000 ευρώ.
Παράλληλα με την επιβολή του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος, η κυβέρνηση επιχειρεί να μειώσει τα περιθώρια ελιγμών των ελεύθερων επαγγελματιών και ατομικών επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τη δήλωση εσόδων και δαπανών, χρησιμοποιώντας τα νέα, ψηφιακά εργαλεία. Σχετικά με την καταχώρηση εσόδων και δαπανών στο σύστημα MyData, προβλέπεται ότι μέσα στο 2024 θα γίνει υποχρεωτική, ενώ τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν θα επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τα έξοδα που έχουν διαβιβαστεί στην πλατφόρμα. Επίσης, δεν θα εκπίπτουν οι δαπάνες που δεν έχουν διαβιβασθεί στο MyData.
Η κυβέρνηση αποφάσισε, παρότι υπήρχαν σχετικές εισηγήσεις που συζητήθηκαν τους προηγούμενους μήνες, να μην «πειράξει» την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων, που αποτέλεσε άλλωστε και μια από τις σημαντικότερες αλλαγές που έφερε από το 2019, όταν μειώθηκε ο εισαγωγικός συντελεστή από 22% στο 9%.
Επιπλέον, ως ένα «γλυκαντικό», για να γίνουν ευκολότερα αποδεκτές οι αλλαγές στην φορολόγηση των επαγγελματιών, προχωρά από το 2024 σε μείωση του τέλους επιτηδεύματος, που κυμαίνεται από 650 έως 1000 ευρώ, με την υπόσχεση ότι θα καταργηθεί εντελώς σε ορίζοντα διετίας.
Ειδικότερα, όπως ανακοινώθηκε χθες, για όσους δηλώνουν πραγματικά εισοδήματα υψηλότερα από την ελάχιστη αμοιβή, θα εφαρμοστεί μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%. Όσοι δηλώνουν εισοδήματα χαμηλότερα από την ελάχιστη αμοιβή, θα έχουν μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 25%. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται ένα επιπλέον κίνητρο για να είναι πιο ειλικρινείς οι φορολογούμενοι στις δηλώσεις τους.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών δεν θα είναι ευκαταφρόνητο. Σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών, περίπου το 35% θα έχουν μείωση φόρου ή δεν θα έχουν κάποια επιβάρυνση ή ελάφρυνση, ενώ το 65%, δηλαδή περίπου 473.000, θα πληρώσουν κατά μέσο όρο πρόσθετο φόρο 1.444 ευρώ.
Συνεκτιμώντας τα πρόσθετα έσοδα από την τεκμαρτή φορολόγηση και τις απώλειες από τη μείωση του τέλους επιτηδεύματος, το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει ότι τα πρόσθετα έσοδα θα ξεπεράσουν τα 600 εκατ. ευρώ. Μια πρόσθετη εξοικονόμηση, που με τις πρώτες εκτιμήσεις υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 100 εκατ. ευρώ, θα προέλθει από τα κοινωνικά επιδόματα που θα χάσουν πολλοί επαγγελματίες, επειδή δεν θα μπορούν πλέον να εμφανίζουν εισοδήματα φτώχειας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η μεταρρύθμιση που ανακοινώθηκε χθες έχει συμφωνηθεί με την Κομισιόν και αναμένεται στην επόμενη έκθεση ελέγχου της μετα-προγραμματικής εποπτείας να αποσπάσει θετικά σχόλια, ενώ σε προηγούμενη έκθεση η Επιτροπή είχε τονίσει ως μείζον πρόβλημα την πολύ χαμηλή απόδοση των φόρων από τους επαγγελματίες/αυτοαπασχολούμενους.
Οι βασικές παράμετροι του νέου συστήματος
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε χθες το οικονομικό επιτελείο, η ελάχιστη αμοιβή προσδιορίζεται ως εξής:
- Δεν μπορεί να υπολείπεται του μεγαλύτερου μεταξύ: α) του ελάχιστου (βασικού) μισθού προσαυξημένου κατά 10% για κάθε 3 χρόνια εργασίας ως αυτοαπασχολούμενος, μετά τα 3 πρώτα έτη και β) του ανώτερου ετήσιου μισθού (έως 30.000 ευρώ) που ο ελεύθερος επαγγελματίας καταβάλλει στο προσωπικό του.
- Η ελάχιστη αμοιβή, όπως αυτή προσδιορίζεται πιο πάνω, προσαυξάνεται με δύο τρόπους, σωρευτικά:
Α. με ένα ποσό ίσο με το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού που ο αυτοαπασχολούμενος απασχολεί στην επιχείρησή του, με ανώτατο όριο τα 15.000€.
Β. με ένα συντελεστή, όταν ο ετήσιος τζίρος του αυτοαπασχολούμενου είναι σημαντικά μεγαλύτερος από το μέσο όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ:
• 35% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 100% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων
• 70% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 150% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων
• 100% για όσους ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος του 200% του μέσου όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ των μεγαλύτερων εσόδων, με ανώτατο όριο τα 50.000 ευρώ.
Πεδίο εφαρμογής
Το νέο σύστημα θα εφαρμοστεί στις ατομικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων με ΑΠΥ («μπλοκάκια»).
Παραδοχές, μειώσεις και απαλλαγές
Για τον υπολογισμό του ελάχιστου (βασικού) μισθού λαμβάνονται υπόψη τυχόν τριετίες που έχει συγκεντρώσει ο φορολογούμενος από την πρώτη έναρξη των εργασιών του, ανεξαρτήτως του ΚΑΔ. Ο ελάχιστος (βασικός) μισθός αυξάνεται κατά 10% για κάθε 3 χρόνια εργασίας ως αυτοαπασχολούμενος, μετά τα 3 πρώτα έτη, με ένα ανώτατο όριο τις τρεις τριετίες.
Κατά τον υπολογισμό της ελάχιστης αμοιβής, λαμβάνονται υπόψη τυχόν εισοδήματα από μισθωτή εργασία του αυτοαπασχολούμενου.
Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ελεύθερος επαγγελματίας είχε παύση εργασιών δεν λογίζεται κατά τον υπολογισμό της ελάχιστης αμοιβής.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες με νεοσύστατη επιχειρηματική δραστηριότητα θα έχουν τις ακόλουθες μειώσεις της ελάχιστης αμοιβής: 100% για τα τρία πρώτα χρόνια, 67% για τον 4ο χρόνο και 33% για τον 5ο χρόνο.
Όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας ασκεί τη δραστηριότητά του και έχει την κύρια κατοικία του σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους, η ελάχιστη αμοιβή θα μειώνεται κατά 50%.
Όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80%, θα μειώνεται κατά 50%.
Η ελάχιστη αμοιβή αποτελεί μαχητό τεκμήριο που μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία (π.χ. στρατιωτική θητεία, νοσηλεία σε νοσοκομείο, κράτηση σε φυλακή, κ.λπ.).
Αποτέλεσμα εφαρμογής – δημόσια έσοδα
Σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών:
- Οι 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας.
- Οι 124.000 δεν θα έχουν επιβάρυνση ή ελάφρυνση.
- Οι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο +1.444 ευρώ ο καθένας.
Το Δημόσιο εισπράττει σήμερα από τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών 1,709 δισ. ευρώ (1,331 δισ. από το φόρο εισοδήματος και 378 εκατ. από το τέλος επιτηδεύματος). Με την εφαρμογή του νέου συστήματος προβλέπεται ότι τα έσοδα θα αυξηθούν κατά 874 εκατ. ευρώ, ενώ αν συνυπολογιστεί η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος τα έσοδα αυξάνονται κατά 606 εκατ. ευρώ.
Αναμένεται συνολική μείωση των επιδομάτων των ελεύθερων επαγγελματιών κατά 100 εκατ. Το όφελος για τον προϋπολογισμό θα διατεθεί για την αύξηση των επιδομάτων αυτών.
Παραδείγματα εφαρμογής του νέου συστήματος φορολόγησης
- Νέος αυτοαπασχολούμενος με 3.000 δηλωθέν εισόδημα. Είχε 270 ευρώ φόρο και θα συνεχίσει να έχει τον ίδιο φόρο χωρίς αλλαγή.
- Αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν 50.000 ευρώ, θα έχει σταδιακά μείωση από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος 650 ευρώ.
- Παλιός αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν 1.500 ευρώ, είχε 135 ευρώ φόρο και 650 ευρώ τέλος. Σύνολο 785 ευρώ. Με το νέο σύστημα θεωρούμε 14.196 ως εισόδημα και θα έχει αύξηση επιβάρυνσης κατά 1.038 ευρώ.
- Αυτοαπασχολούμενος με μηδέν δηλωθέν εισόδημα και μεγάλο τζίρο. Σήμερα πληρώνει μόνο τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Με τις προσαυξήσεις του εργοδοτικού κόστους και του μεγάλου τζίρου πηγαίνει σε 25.833 ευρώ φορολογητέο εισόδημα και έχει αύξηση στη φορολογία κατά 4.083 ευρώ.
- Αυτοαπασχολούμενος με δηλωθέν 7.000 ευρώ και 200.000 τζίρο, είχε 630 ευρώ φόρο και 650 ευρώ τέλος. Σύνολο 1.280 ευρώ. Με το νέο σύστημα θεωρούμε 14.196 ως εισόδημα και επειδή έχει μεγάλο τζίρο θα προσαυξηθεί κατά 70% σε 24.133 ευρώ φορολογητέο εισόδημα. Συνολικά θα έχει μια αύξηση στη φορολογική επιβάρυνση κατά 2.977 ευρώ.