Οι αναστατώσεις που επικρατούν στην ευρωπαϊκή και κατά συνέπεια στην ελληνική οικονομία, κυρίως από τον Φεβρουάριο του 2022, έχουν προκαλέσει αντίστοιχη αναστάτωση στην εμπορική πολιτική των βιομηχανιών και εισαγωγέων τροφίμων, με αποτέλεσμα να αλλάζει ξανά και ξανά, επιχειρώντας στην τελευταία περίοδο να γίνει «συμβατή» με το συρρικνούμενο διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα.
Μετά από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και με το μέγεθος της ακρίβειας να παίρνει δυσανάλογες με το διαθέσιμο εισόδημα διαστάσεις, παρατηρήθηκε μετά από χρόνια το φαινόμενο της μείωσης της κατανάλωσης. Ενώ, λόγω του πληθωρισμού, οι πωλήσεις των εταιρειών αυξανόταν και μάλιστα εντυπωσιακά, ο όγκος των πωλήσεων συρρικνωνόταν μήνα με τον μήνα.
Οι προμηθευτικές εταιρείες αρχικά θεώρησαν αυτή τη μείωση ως συγκυριακή και εκτίμησαν πως σε δεύτερο χρόνο θα ήταν δυνατή η εξουδετέρωση της. Και στο δίλημμα «μερίδιο αγοράς ή κέρδη» άλλες επέλεξαν την υπεράσπιση του μεριδίου τους σε βάρος της κερδοφορίας τους κι άλλες μάλλον την υπεράσπιση των κερδών τους, αλλά όχι με ένα υψηλό ποσοστό ανατίμησης.
Λίγες ήταν οι εταιρείες και σε ιδιαίτερες κατηγορίες προϊόντων, που ενσωμάτωσαν στην τελική τιμή του προϊόντος όλη την αύξηση του κόστους παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, στη διάρκεια του περασμένου χρόνου η εμπορική πολιτική της κάθε εταιρείας «αναδομήθηκε» και η διοίκηση της λειτούργησε στη λογική «βλέποντας και κάνοντας».
Στο τελευταίο δίμηνο, όμως, υπήρξε «τσουνάμι» ανατιμήσεων, αφού η κάθε προμηθευτική εταιρεία προσπάθησε να διασώσει μέρος της κερδοφορίας της. Με τον νέο χρόνο τα πράγματα άλλαξαν. Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων, προεξοφλώντας ότι η διεθνής αναστάτωση θα συνεχιστεί και επιβαρυνόμενες από την αύξηση των επιτοκίων, προχώρησαν σε πολύ υψηλές ανατιμήσεις.
Οι τιμοκατάλογοι που παρέδωσαν στους λιανεμπόρους ήταν «φωτιά». Το αποτέλεσμα ήταν το προφανές. Η κατανάλωση συνέχισε να συρρικνώνεται και η κοστολογική τους επιβάρυνση δεν ήταν μόνο από τα «εξωτερικά» στοιχεία, αλλά και από την λογιστική αποτίμηση της μείωσης της παραγωγής τους.
Παράλληλα στο ίδιο διάστημα διαπίστωσαν ότι δεν είχαν μόνο μείωση του όγκου παραγωγής, αλλά έχαναν και συνεχώς μερίδιο από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας –υπολογίζεται ότι τουλάχιστον ένα στα τέσσερα προϊόντα που διακινούνται στην ελληνική αγορά είναι προϊόν private label. Και εκεί που θεωρούσαν, έχοντας προεξοφλήσει τους κινδύνους του 2023, ότι με προσφορές θα μπορούσαν να «κοντρολάρουν» την καταναλωτική αδυναμία, είδαν έντρομες πως αυτό δεν είναι δυνατόν.
Ο πληθωρισμός των τροφίμων στους τέσσερις μήνες του 2023 συνεχίζει να κινείται σε υψηλά διψήφια ποσοστά, παρά την ένταση των προσφορών –η οποία είναι αξιοσημείωτη την τελευταία περίοδο. Όπως εξηγεί, μιλώντας προς το BD, ο κ. Στέφανος Κομνηνός, αναλυτής της εταιρείας Netrino, για έναν παράδοξο λόγο οι τιμές στην ελληνική αγορά συνεχίζουν αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό έναντι άλλων χωρών, όπως π.χ. της Κύπρου.
Αυτό συνεχίζει να συμβαίνει και μετά τον Νοέμβριο του 2022, που τέθηκε σε εφαρμογή το «καλάθι του νοικοκυριού». Συγκεκριμένα, ο κ. Κομνηνός αναφέρει πως μέχρι και τον Οκτώβριο του 2022 ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα διαμορφωνόταν σε επίπεδα ελαφρά υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης –στο 18,92% η Ελλάδα έναντι 18,91% της ευρωζώνης.
Αλλά και στο διάστημα από την 1η Νοεμβρίου του 2022 ως και το τέλος του Φεβρουαρίου του 2023 ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού των τροφίμων στην Κύπρο ήταν χαμηλότερος έναντι της Ελλάδος, ενώ παράλληλα υπήρχαν κατηγορίες προϊόντων που παρατηρήθηκε υψηλότερος ρυθμός ανατιμήσεων στην Ελλάδα έναντι της ευρωζώνης.
Και αντιστοίχως, όπως έχουν επισημάνει πηγές της αγοράς, μιλώντας προς το BD, συνεχίζεται η μείωση της κατανάλωσης από 3% ως και 5%. Έτσι, για μία ακόμη φορά οι διοικήσεις των προμηθευτικών εταιρειών βρίσκονται σε διαδικασία επανεξέτασης της εμπορικής τους πολιτικής.
Διαπιστώνουν ότι το «εργαλείο» των προσφορών αποδεικνύεται ατελέσφορο στην παρούσα συγκυρία. Έτσι, εξετάζεται το ενδεχόμενο να αλλάξουν για μία ακόμη φορά οι τιμοκατάλογοι. Προς το παρόν καταγράφεται μία μικρή και μάλλον δειλή τάση. Βέβαια για να γίνει αυτό σε μεγάλη κλίμακα θα πρέπει οι διοικήσεις των εταιρειών να νιώσουν την ασφάλεια ότι οι κίνδυνοι που έχουν προεξοφληθεί δεν υφίστανται. Και η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων δεν είναι ο ασφαλέστερος δείκτης.
Ωστόσο η μείωση του όγκου της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, της παραγωγικής τους δυναμικότητας, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια επανάπαυσης. Για μία ακόμη φορά βρίσκονται στο μεταίχμιο της αναθεώρησης. Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο και είναι πολλές οι ελπίδες που έχουν εναποτεθεί σε μία τουριστική περίοδο υψηλών προσδοκιών.