Σχετικά ασφαλείς από τους κινδύνους που δημιουργούν οι μη αναγνωρισμένες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων, τα οποία έχουν υποτιμηθεί λόγω της αύξησης των επιτοκίων, είναι οι ελληνικές τράπεζες, όπως διαπιστώνει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS Morningstar ο οποίος δημοσίευσε stress test για τις ευρωπαϊκές τράπεζες με αφορμή την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας SVB.
Δεδομένου ότι η SVB κατέρρευσε εξαιτίας των ζημιών που υποχρεώθηκε να εγγράψει από πωλήσεις ομολόγων στις οποίες προχώρησε για να καλύψει εκροές ρευστότητας, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης προσεγγίζει τις μη αναγνωρισμένες ζημιές των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων διαπιστώνοντας ότι στην παρούσα φάση δεν αποτελούν κίνδυνο.
Τονίζει πάντως ότι θα έχει σε συνεχή παρακολούθηση την κατάσταση ρευστότητας των τραπεζών, καθώς σε περίπτωση σημαντικών εκροών υπάρχει πάντα ο θεωρητικός κίνδυνος να υποχρεωθούν να ρευστοποιήσουν ομόλογα με αναγνώριση ζημιάς.
Ο οίκος προχώρησε σε ένα stress test στις ευρωπαϊκές τράπεζες, υπολογίζοντας πόσο θα επηρεαζόταν ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 εάν ενέγραφαν τις μη αναγνωρισμένες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων. Το αποτέλεσμα αυτής της άσκησης είναι αρκετά καθησυχαστικό για τις ελληνικές τράπεζες καθώς διαπιστώνεται ότι ακόμα και αν εγγράφονταν όλες οι μη αναγνωρισμένες ζημιές ο δείκτης CET1 θα διαμορφωνόταν στο 11%, δηλαδή πολύ υψηλότερα από το εποπτικό όριο του 8%.
Ασφαλείς οι ευρωπαϊκές τράπεζες
Ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι οι χρεοκοπίες της SVB Financial Group και της Signature Bank έχουν προκάλεσαν σημαντική αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές, μεταξύ άλλων και στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι η ορισμένα από τα προβλήματα της SVB που οδήγησαν στην πτώχευσή της ήταν ιδιοσυγκρασιακά και δεν είναι παρόντα στην ίδια βαθμό στο τραπεζικό σύστημα της ΕΕ.
Αναφέρει επίσης πως οι τράπεζες της ΕΕ έχουν χαμηλότερη έκθεση σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, πιο σταθερή βάση καταθέσεων και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει αυστηρότερες πολιτικές διαχείρισης κινδύνου επιτοκίου ακόμη και για τις μικρότερες τράπεζες. Παρ' όλα αυτά, επισημαίνει ο οίκος, οι μεταβολές των επιτοκίων δημιουργούν προκλήσεις για τις τράπεζες και παρακολουθεί στενά τις θέσεις ρευστότητας των τραπεζών της ΕΕ, καθώς και την έκθεσή τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος.
Ωστόσο, ο πλήρης αντίκτυπος της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής αστάθειας δεν έχει ακόμη φανεί. Επιπλέον, η αστάθεια στις διεθνείς αγορές έχει αυξηθεί, κάτι που τις κάνει πιο επιφυλακτικές απέναντι σε οποιαδήποτε σημάδια αδυναμίας. Οι ανησυχίες για πιθανή μετάδοση οδήγησαν τις ελβετικές αρχές στην πρόσφατη ανακοίνωση μιας γραμμής στήριξης ρευστότητας ύψους 50 δισ. ελβετικών φράγκων για την Credit Suisse.
Η DBRS ωστόσο, προς το παρόν, δεν αναμένει ότι παρόμοια μέτρα θα είναι απαραίτητα για άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς η Credit Suisse αντιμετώπιζε συνεχιζόμενες προκλήσεις συμμόρφωσης και αναδιάρθρωσης, αλλά αυτό ενισχύθηκε από την τρέχουσα μεταβλητότητα της αγοράς. Παρ' όλα αυτά, η ΕΚΤ σηματοδότησε κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης Τύπου ότι είναι έτοιμη να παράσχει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, εάν χρειαστεί.
Εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στην SVB, ο οίκος πιστεύει ότι η κατάσταση είναι διαφορετική στην Ευρώπη, όπου οι τράπεζες έχουν μικρότερο ποσοστό χρεωστικών τίτλων, όπου η αποτίμηση στην αγορά δεν αντικατοπτρίζεται στους κεφαλαιακούς δείκτες. Οι τίτλοι αυτοί λογίζονται στο χαρτοφυλάκιό τους με βάση το αποσβεσμένο κόστος και, σύμφωνα με τα στοιχεία της EBA, κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 18% του συνολικού ενεργητικού (κυρίως ιταλικές τράπεζες) έως σχεδόν 0% (τράπεζες στη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Ολλανδία) στο τέλος Ιουνίου 2022.
Όπως αναφέρει ο οίκος, έτρεξε ένα ακραίο θεωρητικό σενάριο, στο οποίο οι τράπεζες της ΕΕ αναγκάζονται να πουλήσουν ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που διακρατείται σε αναπόσβεστο κόστος (AC), με ζημιά προ φόρων 10%. Παρ' όλα αυτά, όλες οι τράπεζες του δείγματός θα διατηρήσουν δείκτη CET1 μετά την προσαρμογή πάνω από 8%.