Με την ακρίβεια να θεωρείται ως το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης ενόψει των εκλογών, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων έχει πλέον «γαντζωθεί» από το μόνο «εργαλείο» –έστω και αμφιλεγόμενο– που έχει στη διάθεση της για να «μανιπουλάρει» επικοινωνιακά το μέγεθος του προβλήματος. Το «καλάθι του νοικοκυριού».
Όσο κι αν απέδωσε το εν λόγω μέτρο στους περίπου 2,5 μήνες εφαρμογής του –δεν είναι λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του– είναι προφανές ότι δεν έχει αποδώσει δημοσκοπικά. Έτσι λοιπόν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης έχει ήδη αποφασίσει την παράταση της διάρκεια τους, τουλάχιστον για ένα τρίμηνο –ως γνωστόν λήγει στις 31 Μαρτίου και θα παραταθεί ως και την 30η Ιουνίου.
Έχει όμως να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα: πρώτον, οι επιχειρήσεις των επωνύμων προϊόντων παραμένουν απρόθυμες να συμμετάσχουν δυναμικά, σε αριθμό προϊόντων, αλλά και σε ποσοστά έκπτωσης και, δεύτερον, καραδοκεί πάντα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία έδωσε το «πράσινο φως», με την προϋπόθεση της περιορισμένης εφαρμογής του μέτρου.
Οι επιχειρήσεις των επωνύμων προϊόντων ασκούν ανεπηρέαστες από τον «κορσέ» του «καλαθιού» την εμπορική τους πολιτική και η κάθε μία, με βάση τα δικά της δεδομένα και τις δικές της δυνατότητες, ανατιμά τα προϊόντα της. Έτσι λοιπόν ενώ από τις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου ως τώρα εξελίχθηκε μεταξύ των αλυσίδων σούπερ μάρκετ ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που συμμετείχαν στο «καλάθι», από την άλλη πλευρά οι ανατιμήσεις στα προϊόντα εκτός «καλαθιού» εξελίσσονται κανονικά. Και κατ' αυτό τον τρόπο – με κριτήριο την τιμή από την πλειονότητα των καταναλωτών – τα όποια πλεονεκτήματα του «καλαθιού» χάνονται στο κλίμα των ανατιμήσεων που επικρατεί.
Όμως στη διάρκεια των τελευταίων ημερών η πολιτική ηγεσία του υπουργείου επανέφερε στο προσκήνιο την επιθυμία της να συμμετάσχουν κατά το δυνατόν περισσότερα επώνυμα προϊόντα στο «καλάθι». Κι αυτό όχι μόνο για να περιορίσουν το κύμα των ανατιμήσεων – αυτό δεν εξαρτάται ούτε από το υπουργείο ούτε από τις επιχειρήσεις– αλλά κυρίως για να εξουδετερώσουν την επιφύλαξη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σχετικά με την ενίσχυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας έναντι των επωνύμων. Γι' αυτό τον λόγο εκτός από την συνάντηση με τον ΣΕΒΤ την περασμένη εβδομάδα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του BD, συναντήθηκε με τους εκπροσώπους των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ –στη συνάντηση δεν συμμετείχαν τα «αφεντικά» αλλά υψηλόβαθμα στελέχη, που συνοδεύονταν από τους νομικούς συμβούλους των αλυσίδων.
Σ' αυτή την συνάντηση η πολιτική ηγεσία του υπουργείου ζήτησε να πιέσουν οι αλυσίδες τους προμηθευτές τους και να επωμιστούν ένα μέρους του κόστους από την μείωση των τιμών. Τα στελέχη του λιανεμπορίου υποστήριξαν ότι αυτή η πρακτική αντιβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού και στη βάση αυτή ανέπτυξαν τις απόψεις τους. Φαίνεται όμως πως αυτή η συνάντηση απέβη άκαρπη.
Παράλληλα πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων έλεγαν στο BD ότι η προσπάθεια συμμετοχής σοβαρού αριθμού επωνύμων προϊόντων στο «καλάθι» βρίσκεται σε εξέλιξη και κριτήριο για την συμμετοχή τους είναι οι τιμές των προϊόντων τους στα επίπεδα που βρίσκονταν στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, όταν το μέτρο τέθηκε σε εφαρμογή. Αν δηλαδή μία επιχείρηση εν τω μεταξύ έχει κάνει ανατιμήσεις αυτές θα ακυρωθούν κατά το μάλλον ή ήττον και το κόστος να επιμεριστεί μεταξύ του προμηθευτή και του λιανεμπόρου. Κάτι που φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, διότι οι κάθε είδους κοστολογικές επιβαρύνσεις δεν επιτρέπουν τέτοια περιθώρια. Οι ίδιες πηγές του υπουργείου έλεγαν πως οι τιμές των επώνυμων προϊόντων που θα είναι στο καλάθι δεν μπορούν να απέχουν πολύ από τις τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Οι κλάδοι από τους οποίους το υπουργείο θέλει την συμμετοχή των επωνύμων, είναι μεταξύ των άλλων των οσπρίων, του ρυζιού και των αλεύρων.
Αναφορικά με την Επιτροπή Ανταγωνισμού αξίζει να σημειωθεί ότι η τρίμηνη παράταση που έχει ζητήσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, δεδομένης της πολιτικής πίεσης που αναμένεται να δεχθεί και εφόσον ληφθούν υπόψη ορισμένες επιφυλάξεις της.