Τις αιτιάσεις περί υπερκερδών απορρίπτουν οι τράπεζες που σημειώνουν ότι για το 2022 η κερδοφορία των τραπεζών εκτιμάται πως θα φτάσει τα 3,5 δισ. ευρώ, αλλά όπως εξηγούν τραπεζικές πηγές, μεγάλο μέρος αυτής της κερδοφορίας, που υπολογίζεται στο 30%, βασίζεται σε κέρδη από μη επαναλαμβανόμενες πηγές όπως η διαπραγμάτευση διατραπεζικών επιτοκίων, τα κέρδη από ομόλογα, καθώς και κέρδη από τις δραστηριότητες στο εξωτερικό.
Υπενθυμίζεται ότι στο εννεάμηνο του 2021 οι τράπεζες εμφάνισαν σωρευτικές ζημιές περίπου 4.5 δισ ευρώ, λόγω εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Επομένως, όπως αναφέρουν «συνολικά για το 2021 και 2022, οι τράπεζες παραμένουν σε ζημιές».
Παράλληλα τραπεζικές πηγές επισημαίνουν το γεγονός ότι όλες οι ξένες τράπεζες, με τελευταία την HSBC αποχωρούν από την Ελλάδα, ενώ επίσης οι τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται σημαντικά κάτω από τη λογιστική τους αξία. «Εάν ίσχυαν οι ισχυρισμοί περί υπερκερδών, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα πλήρωναν τοκομερίδια 8%, 9% και 10% για την έκδοση ομολογιακών τίτλων, εκδόσεις που και αυτές προστατεύουν τους καταθέτες, αλλά επιβαρύνουν σημαντικά την κερδοφορία τους», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Για τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων που έχουν αναφέρουν πως το κόστος επισφαλειών στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό τραπεζών στην Ευρώπη καθώς «η κουλτούρα πληρωμών υπέστη μεγάλο πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, γιατί ακόμη και σήμερα το πολιτικό σύστημα εμμέσως ενθαρρύνει πρακτικές στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι κρύβονται πίσω από τα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας».
Οι τραπεζικές πηγές τονίζουν πως η κερδοφορία και η ρευστότητα επιτρέπει στις τράπεζες να δίνουν καινούργια δάνεια και για αυτό η πιστωτική επέκταση ανήλθε φέτος σε 12,5%, όταν η ανάπτυξη είναι στο 6%. Προειδοποιούν ωστόσο πως «εάν μειωθεί με παρεμβάσεις η κερδοφορία και τα έσοδα, θα σφίξει και ο δανεισμός αντίστοιχα» και επισημαίνουν ότι «το αφήγημα της ανάπτυξης θα βρεθεί χωρίς την απαραίτητη χρηματοδοτική βάση».
Για τις υψηλές προμήθειες, όπου δέχονται επίσης τα βέλη της κριτικής, αναφέρουν ότι τα έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό των των οργανικών εσόδων είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, στοιχείο που έχει επισημανθεί και από τις εποπτικές αρχές, παραπέμποντας σε σχετική επιστολή του επικεφαλής του SSM Αντρέα Ενρία.
Απαραίτητη η κερδοφορία των τραπεζών μετά την δεκαετή κρίση
Οι τράπεζες αναφέρουν πως «θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους πελάτες τους, με κοινωνική ευαισθησία, όπως με συνέπεια πράττουν εδώ και χρόνια, αλλά αυστηρά εντός των εποπτικών κανόνων», τονίζοντας ότι η «προστασία και ενίσχυση της κουλτούρας πληρωμών που είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας συνολικά είναι ευθύνη των τραπεζών, αλλά και ευθύνη του πολιτικού συστήματος».
Από το 2008 έως σήμερα οι τράπεζες δεν έχουν διανείμει μέρισμα και όλα τα κέρδη τους παραμένουν εντός του ισολογισμού τους, στηρίζοντας την κεφαλαιακή τους βάση. Υψηλοί κεφαλαιακοί δείκτες, όπως υπογραμμίζουν συνεπάγονται «μεγαλύτερη ασφάλεια για τους καταθέτες και αποτελούν στοιχείο υγείας για την οικονομία συνολικά καθώς λαμβάνονται υπόψη για την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας. Για κάθε ευρώ νέων κεφαλαίων, κάθε τράπεζα μπορεί να δίνει περίπου 7 ευρώ δάνεια και άρα η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε υψηλά επίπεδα συνεπάγεται μεγαλύτερη δυνατότητα χρηματοδοτήσεων.
Οι πηγές σημειώνουν πως οι τράπεζες προσπαθούν να ορθοποδήσουν ύστερα από μια 10ετη κρίση. Η εντυπωσιακή εξυγίανση των ισολογισμών τους είναι αποτέλεσμα της πρόνοιας της πολιτείας (σχέδιο ΗΡΑΚΛΗΣ) αλλά και της γενναίας ενίσχυσης των ιδιωτών μετόχων τους.
Επισημαίνουν ότι λειτουργούν εντός αυστηρών εποπτικών ευρωπαϊκών κανόνων με σαφείς οδηγίες να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφάλαια τους και η κερδοφορία τους είναι απαραίτητη σε αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο το ζήτημα που αφορά την κερδοφορία των τραπεζών σημειώνουν ότι «δεδομένου ότι απασχολούν περίπου 25-30 δισ. ευρώ κεφαλαίων (που είναι απαραίτητα για την ασφάλεια των καταθετών), 10% απόδοση θα ήταν κάτι που διεθνώς θεωρείται αποδεκτό, δηλαδή 2,5-3 δισ. ευρώ από οργανική κερδοφορία, δηλαδή τραπεζικές εργασίες». Σημειώνεται ότι άλλοι κλάδοι της οικονομίας λειτουργούν με αποδόσεις επί των ιδίων κεφαλαίων 20-25%.