«Δυσκολεύουν» τα πράγματα για τις αγορές ακινήτων σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Βερολίνο και η Φρανκφούρτη λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Urban Land Institute (ULI), που τονίζει, ωστόσο, ότι οι προοπτικές στην Αθήνα παραμένουν θετικές.
Σε έκθεση με τίτλο «Emerging Trends in Real Estate Europe 2023», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την PwC, η Αθήνα παραμένει στην 23η θέση της κατάταξης, αμετάβλητη σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με την ULI που αξιολογεί τις προοπτικές 30 πόλεων της Ευρώπης.
Σχολιάζοντας την αγορά πανευρωπαϊκά, η έκθεση τονίζει ότι «οι άμεσες αξίες ακινήτων άρχισαν να πέφτουν το 2022 και η περαιτέρω πτώση θεωρείται πλέον αναπόφευκτη» με τη διαφορά ανάμεσα στα ακίνητα υψηλών προδιαγραφών και την υπόλοιπη αγορά να διευρύνεται. «Η Ευρώπη εμφανίζεται ανήσυχη από τις πιέσεις του ενεργειακού εφοδιασμού και της εσωτερικές πολιτικές, γεγονός που προσθέτει στη συνολική αβεβαιότητα των επενδυτών», υπογραμμίζει η έκθεση.
Στη κορυφή της λίστας είναι το Λονδίνο, βάσει της έρευνας που διεξήχθη σε 1.038 επαγγελματίες του κλάδου το καλοκαίρι, ενώ το Παρίσι πήρε την δεύτερη θέση, παραγκωνίζοντας το Βερολίνο που κατέληξε στην τρίτη θέση.
Σχετικά με την Αθήνα, η ULI σχολιάζει ότι παρά την χαμηλή θέση της πόλης στην συνολική κατάταξη και το μικρό μέγεθος της επενδυτικής της αγοράς, η ελληνική πρωτεύουσα αξιολογείται θετικά από ορισμένους που συμμετείχαν στην έρευνα ως προς τις προοπτικές ενοικίασης και το περιθώριο για την περαιτέρω αύξηση τιμών.
«Υπάρχει ακόμη ανεπάρκεια προσφοράς ακινήτων υψηλών προδιαγραφών λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Τα τελευταία 10 χρόνια υπήρξαν κάποια βήματα στα prime offices και στο λιανικό εμπόριο, αλλά ευκαιρίες υπάρχουν ακόμα», τονίζει διαχειριστής κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη, όπου ο ίδιος μάνατζερ πιστεύει ότι «τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα προτού βελτιωθούν», προσθέτοντας: «Μιλάμε για τριψήφιο πληθωρισμό, παρόλο που η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται».
Ο υψηλός πληθωρισμός, το κόστος της ενέργειας, τα αυξανόμενα επιτόκια και η απόσταση από τον πόλεμο της Ουκρανίας διαμορφώνουν τις αποφάσεις για νέες επενδύσεις και development. Επίσης, η έκθεση τονίζει ότι επτά στους 10 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η Ευρώπη θα περάσει σε ύφεση πριν από το τέλος του 2022.
Ακόμα, ερωτηματικά εμφανίζονται επίσης για κάποιες αγορές που παραδοσιακά παρείχαν «ασφαλές καταφύγιο» στους επενδυτές.
Στη Γερμανία αυξάνονται οι ανησυχίες για το πώς θα αντεπεξέλθει η χώρα στο ενδεχόμενο διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου. Εκτός από το Βερολίνο, έχασε έδαφος και η Φρανκφούρτη στην κατάταξη που «γλίστρησε» στην 7η θέση από την 4η.
Ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή που παρατηρείται είναι η στροφή στις ενεργειακές επενδύσεις καθώς οι γραμμές που χωρίζουν τα ακίνητα με την ενέργεια γίνονται όλο και πιο θολές.
Οι νέες υποδομές ενέργειας, όπως τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα, προσφέρουν τις πιο ισχυρές επενδυτικές προοπτικές για το 2023, εκεί που στο πρόσφατο παρελθόν ήταν τόσο τα εμπορικά κέντρα, όσο και τα γραφεία.
Στους άλλους «δυνατούς» τομείς επένδυσης ανήκουν οι βιοεπιστήμες, όπως είναι η βιώσιμη βιοτεχνολογία και οι επενδύσεις στα ETF μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, και τα κέντρα δεδομένων.
Επίσης, τα ακίνητα πλέον δεν προορίζονται για μία και μοναδική χρήση και πρέπει να προσφέρουν ευελιξία ώστε να εξυπηρετούν διάφορους σκοπούς, ανάλογα με τις γρήγορα εναλλασσόμενες ανάγκες της αγοράς. Αυτό που παρατηρείται τελευταία είναι η τάση για τα γραφεία να μεταμορφώνονται σε διαμερίσματα και τα καταστήματα λιανικής να γίνονται χώροι μικτής χρήσης.
«Πρόκειται για μια πρόκληση που περιλαμβάνει την αλλαγή των χρήσεων που εξυπηρετεί η ακίνητη περιουσία κατά την κατασκευή, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία, ώστε να μπορεί να παραμείνει χρήσιμη σε βάθος χρόνου», προσθέτει.