Επίσημη... πρεμιέρα έχει σήμερα από τις 9 το πρωί το πολυσυζητημένο «καλάθι του νοικοκυριού», μετά από διεργασίες περίπου τεσσάρων εβδομάδων, πολλών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων χαμηλής κλίμακας.
Το κόστος του «καλαθιού», σύμφωνα με πηγές της αγοράς, κυμαίνεται περίπου από 180 έως και 190 ευρώ, ενώ πριν από τις προσφορές που ενσωματώθηκαν στο «καλάθι του νοικοκυριού» κόστιζε από περίπου 250 ως και 260 ευρώ. Υπάρχει δηλαδή μία συμπίεση των τιμών σε ποσοστό πάνω από 25% και είναι φυσικά διαφορετικό από αλυσίδα σε αλυσίδα. Ο βαθμός μείωσης των τιμών εξαρτάται και από τον αριθμό των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας που η κάθε αλυσίδα έχει συμπεριλάβει. Για παράδειγμα, υπάρχει αλυσίδα η οποία έχει συμπεριλάβει 20 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, δηλαδή το 40%.
Η κάθε αλυσίδα σούπερ μάρκετ σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό διάστημα, μόλις τριών εργάσιμων ημερών, συγκρότησε με βάση τις δικές της δυνατότητες, το «καλάθι» των 50+ προιόντων. Σύμφωνα με πληροφορίες του BD, από 15 μέχρι 25 προϊόντα του «καλαθιού» θα είναι ιδιωτικής ετικέτας, δηλαδή προϊόντα που παράγονται για λογαριασμό των ίδιων των αλυσίδων. Είναι έτσι κι αλλιώς πιο φθηνά από τα επώνυμα και η συμμετοχή τους μπορεί να κατεβάσει το συνολικό κόστος του «καλαθιού» σε χαμηλά επίπεδα.
Δεδομένου ότι οι πωλήσεις των προϊόντων που συμμετέχουν στο «καλάθι» θα έχουν σημαντική αύξηση, το κρίσιμο μέγεθος για τις αλυσίδες είναι να διαθέτουν στις αποθήκες και στα ψυγεία τους επαρκείς ποσότητες. Δεδομένου επίσης ότι, αντιθέτως με ό,τι συνέβαινε στην «εποχή της κανονικότητας», σήμερα το κόστος μιας προσφοράς από 45% ως και 55% το επωμίζονται οι αλυσίδες των σούπερ μάρκετ και όχι οι προμηθευτές, μία πλειοδοσία προσφορών στα προϊόντα που συμμετέχουν στο «καλάθι», σημαίνει υψηλό κόστος για τις ίδιες τις αλυσίδες.
Σήμερα, λοιπόν, και λόγω της δημοσιότητας που έχει προσλάβει το «καλάθι του νοικοκυριού», τόσο από κυβερνητικής πλευράς –στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων οι τοποθετήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης είναι σχεδόν μονοθεματικές επ΄ αυτού– αλλά και του γενικότερου ανατιμητικού κλίματος που επικρατεί την αγορά, όλες οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ επιδιώκουν να κερδίσουν τις πρώτες εντυπώσεις του καταναλωτικού κοινού. Με αυτή τη έννοια, είναι κρίσιμη η σημερινή ημέρα.
Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα στελέχη των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ στη διαμόρφωση του «καλαθιού» είναι το γεγονός ότι τουλάχιστον τρία προϊόντα, όπως είναι η ζάχαρη, οι παιδικές τροφές και το παστεριωμένο γάλα, πρώτον, δεν έχουν γενικότερα προσφορές –δεν κάνουν δηλαδή οι παραγωγοί τους– και, δεύτερον, τα περιθώρια μικτού κέρδους των λιανεμπόρων είναι εξαιρετικά χαμηλά, κυμαίνονται από 6% έως 8%. Σ΄ αυτές τις κατηγορίες προϊόντων θα πρέπει οι αλυσίδες να επωμιστούν πλήρως και αποκλειστικά το κόστος των προσφορών.
Ωστόσο από διάφορες πλευρές –και της Επιτροπής Ανταγωνισμού μη εξαιρουμένης– έχει διατυπωθεί ανησυχία για τον κίνδυνο να δοθεί έμφαση στη μείωση των τιμών των 50+ προϊόντων και, παράλληλα, να υπάρξει ένα «βουβό» ανατιμητικό κύμα σε άλλα προϊόντα, κυρίως με όρους εμπορικής στρατηγικής.
Πηγές της αγοράς μιλώντας προς το BD έλεγαν πως αυτός ο φόβος δεν αντιπροσωπεύει την δυναμική της κατάστασης, όπως αυτή εξελίσσεται. Και εξηγούσαν πως το πραγματικό καλάθι του νοικοκυριού δεν αποτελείται από 50+ προϊόντα, αλλά από 150 προϊόντα. Οι αλυσίδες δεν μπορούν να περιορίσουν τις προσφορές ή τη δυναμική τους σε μία λίστα 50+ προϊόντων. Ο ανταγωνισμός στο λιανεμπόριο θα ενταθεί ακόμη περισσότερο. Και η κάθε μία αλυσίδα σούπερ μάρκετ θα θελήσει να διαφοροποιηθεί από τους ανταγωνιστές της. Ως εκ τούτου, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, θα υπάρξει μία πλειοδοσία προσφορών προς τους καταναλωτές –πολύ περισσότερο που σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% των προϊόντων βρίσκονται σε κάποιας μορφής προωθητική ενέργεια.