Αμετάβλητη στο BB με θετική προοπτική άφησε, όπως αναμενόταν, την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ο οίκος Fitch, ενώ εμφανίζεται πιο απαισιόδοξος από την κυβέρνηση στις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, αλλά και για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2023, προβλέποντας ότι τα βάρη που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση για τον προϋπολογισμό δεν θα επιτρέψουν να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, όπως εκτιμάται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, αλλά θα καταγραφεί έλλειμμα 0,9% του ΑΕΠ.
Ο οίκος σημειώνει τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας της χώρας, την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους και την ανθεκτικότητα της οικονομίας στη διεθνή επιβράδυνση, όμως εκτιμά ότι το 2023 η οικονομία θα έχει οριακά αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης (-0,2%), ενώ η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη με ρυθμό 2,2%. Επίσης, η Fitch, εκτιμά ότι το χρέος θα αυξηθεί κατά 8,8 μονάδες του ΑΕΠ επειδή θα ταξινομηθούν στο χρέος οι εγγυήσεις στις τράπεζες μέσω του σχεδίου «Ηρακλής».
Σύμφωνα με την Fitch Ratings, η Ελλάδα έχει κατά κεφαλήν εισόδημα που υπερβαίνει κατά πολύ τους διάμεσους των χωρών με βαθμολογία ΒΒΒ (σ.σ.: επενδυτική βαθμίδα). Οι βαθμολογίες διακυβέρνησης και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων ανάμεσα στις χώρες που αξιολογούνται χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Αυτά τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζονται από τα κληροδοτήματα της κρίσης δημόσιου χρέους, τα οποία περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους και ένα ακόμη υψηλό, αν και ταχέως μειούμενο, επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την αναμενόμενη μείωση της δανειακής επιβάρυνσης του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του μέσου ακόμη κόστους δανεισμού, και έναν βαθμό αναμενόμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών για την ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.
Οι προβλέψεις της Fitch για τα δημόσια οικονομικά δείχνουν σταθερή μείωση του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ έως το 2024. Αναμένουμε ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί στο 175,4% έως το τέλος του 2022, κάτω από το προ πανδημίας επίπεδό του και από 193,3% στο τέλος του 2021. Στη συνέχεια, ο δείκτης χρέους θα μειωθεί στο 174,4%, προτού φθάσει το 170,4% στο τέλος του 2024, καθώς το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επανέλθει σε πλεόνασμα. Ο δείκτης χρέους το 2024 εξακολουθεί να προβλέπεται ότι θα είναι μεταξύ των υψηλότερων για τα τα κράτη με την ίδια αξιολόγηση από τη Fitch και περισσότερο από τρεις φορές μεγαλύτερος από τον διάμεσο των χωρών με βαθμολογία BB.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (προβλέπεται να είναι κοντά στο 17% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους). Ο ευνοϊκός χαρακτήρας της πλειονότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό και τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα. Οι προτεινόμενες στατιστικές ανακατατάξεις από την Eurostat θα είχαν ως αποτέλεσμα οι εγγυήσεις προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα που εκδίδονται στο πλαίσιο του Ελληνικού Συστήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) να συμπεριληφθούν στο απόθεμα του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Επί του παρόντος, αυτό θα αυξήσει το επίπεδο του χρέους κατά 13,8 δισ. (8,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί περαιτέρω τους τελευταίους τρεις μήνες, με την απόδοση του 10ετούς να είναι λίγο κάτω από το 5,0% στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο δείκτης τόκων προς έσοδα θα αυξηθεί μόνο σταδιακά σε περίπου 6% το 2024 (διάμεση προβολή για τις χώρες με ΒΒ: 9,0%). Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες από κάθε άλλη χώρα, περίπου στα 19 έτη. Επιπλέον, το χρέος είναι ως επί το πλείστον σταθερού επιτοκίου, περιορίζοντας την επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων της αγοράς.
Κρατική στήριξη, έλλειμμα, προϋπολογισμός
Το καθαρό κόστος για τον φετινό προϋπολογισμό των μέτρων κρατικής στήριξης για την άμβλυνση των επιπτώσεων των τιμών της ενέργειας είναι περίπου 4,5 δισ. ευρώ (περίπου 2,2% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ακαθάριστο ποσό της στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό ανάκτησης υπερκερδών των εταιρειών. Η αύξηση των εσόδων και η άρση των μέτρων στήριξης της πανδημίας σημαίνουν ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης φέτος θα μειωθεί στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.
Το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2023 προβλέπει μέτρα διακριτικής ευχέρειας με κόστος εκτιμώμενο από την κυβέρνηση σε 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα αύξησης του ελλείμματος σημαίνουν ότι αναθεωρήσαμε προς τα πάνω την πρόβλεψή μας για το έλλειμμα για το 2023 στο 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο. Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.
Οι προβλέψεις μας για τα δημόσια οικονομικά υποδηλώνουν ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι ελλειμματικό φέτος και το επόμενο έτος (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα) και στη συνέχεια θα επανέλθει σε μικρό πλεόνασμα το 2024. Το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις μας είναι η κύρια κινητήρια δύναμη αυτής της διαφοράς. Βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές της ενέργειας θα ακολουθηθούν από περαιτέρω αυξήσεις των επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των βουλευτικών εκλογών που αναμένονται έως τον Ιούλιο του 2023.
Μακροοικονομική ανθεκτικότητα, αναμενόμενη επιβράδυνση
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ισχυρό ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο ένα χρόνο νωρίτερα. Οι μακροοικονομικές προοπτικές έχουν επιδεινωθεί απότομα τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών της ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης.
Τώρα υποθέτουμε πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ φέτος θα είναι 5,5%. Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, πριν ανακάμψει το δεύτερο εξάμηνο.
Η ασθενής επίδραση μεταφοράς συνεπάγεται αρνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2023 (-0,2%). Η ανάκαμψη αναμένεται να εδραιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, που υποδηλώνει ετήσια ανάπτυξη 1,8%.
Βελτιώσεις του τραπεζικού τομέα και κίνδυνοι
Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια στον τραπεζικό τομέα συνέχισαν να μειώνονται με σταθερό ρυθμό, με τον συνολικό δείκτη ΜΕΔ να διαμορφώνεται σε 10,0% το 2ο τρίμηνο του 2022, από 20,4% ένα χρόνο νωρίτερα. Η πτώση οφείλεται στις συναλλαγές τιτλοποίησης και στις πωλήσεις δανείων των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών, με κίνητρο το HAPS (σ.σ.: σχέδιο «Ηρακλής»). Αναμένουμε ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μειωθεί σε μεσαία μονοψήφια ποσοστά το επόμενο έτος.
Οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών προοπτικών, αν και η κρατική στήριξη προς τους δανειολήπτες που πλήττονται περισσότερο, μεταξύ άλλων μέσω ενεργειακών επιδοτήσεων, αναμένεται να περιορίσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν συγκρατημένες και αρνητικές για τον τομέα των νοικοκυριών, παρά την έντονη δυναμική των τιμών των οικιστικών ακινήτων τα τελευταία χρόνια.
Μεταρρυθμίσεις, Ευρωπαϊκά Ταμεία, Ανάπτυξη
Οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς της οικονομίας τα τελευταία χρόνια (για παράδειγμα, αδειοδότηση επενδύσεων, φορολογία ακινήτων, πλαίσιο αφερεγγυότητας, αγορές εργασίας), καθώς και στο πλαίσιο της εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο προβλέπει κονδύλιο δαπανών περίπου 31 δισ. ευρώ (περίπου 15 % του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).
Είναι πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο αυτών των μεταρρυθμίσεων στη μεσοπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, αλλά κατά την άποψή μας αυτό υπογραμμίζει ένα ιστορικό εποικοδομητικής σχέσης με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα εξήλθε από το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πληθωριστικές πιέσεις, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Ο ετήσιος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή φέτος αυξήθηκε από 5,5% τον Ιανουάριο σε 11,6% τον Μάιο, πριν μειωθεί ελαφρώς. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός (βάσει του ΕνΔΤΚ) θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 9,8% φέτος (αναθεωρημένος από 7,3% τον Ιούλιο) και αναμένουμε κάποια εμμονή στις τιμές το επόμενο έτος, όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε 4,5% (αναθεωρημένος προς τα πάνω από 1,8%). Οι επιδράσεις της βάσης σύγκρισης θα επιφέρουν απότομη μείωση του ρυθμού πληθωρισμού το 2024.
Οι υψηλές τιμές της εισαγόμενης ενέργειας θα οδηγήσουν σε επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φέτος, παρά τη θετική επίδραση της τουριστικής περιόδου στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Τον Ιανουάριο-Ιούλιο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν 9,7 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα. Για ολόκληρο το έτος εξακολουθούμε να αναμένουμε έλλειμμα 6,5% του ΑΕΠ, υψηλότερο από τη διάμεση εκτίμηση των χωρών με ΒΒ (έλλειμμα 4,0%). Το έλλειμμα θα μειωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2024.
Παράγοντες που θα επηρέαζαν την αξιολόγηση
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική δράση/υποβάθμιση αξιολόγησης είναι:
- Δημόσια Οικονομικά: Μη μείωση του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, λόγω υψηλότερων από τα αναμενόμενα ελλειμμάτων ή αδύναμων οικονομικών επιδόσεων.
- Μακροοικονομικά: Νέες δυσμενείς διαταραχές στην ελληνική οικονομία που επηρεάζουν την οικονομική ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.
- Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά: Δυσμενείς εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που αυξάνουν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία, μέσω της αποκρυστάλλωσης ενδεχόμενων υποχρεώσεων στον ισολογισμό του κράτους και/ή της αδυναμίας ανάληψης νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση αξιολόγησης είναι:
- Δημόσια Οικονομικά: Εμπιστοσύνη σε σταθερή καθοδική πορεία του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ που προκύπτει από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
- Διαρθρωτικά: Συνεχής πρόοδος όσον αφορά τη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού από συστημικά σημαντικές τράπεζες, η οποία συνάδει με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών τιτλοποίησης και τις χαμηλότερες χρεώσεις απομείωσης, και ενδεχομένως οδηγεί σε βελτιωμένη παροχή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα.
- Μακροοικονομικά/διαρθρωτικά: Στοιχεία που αποδεικνύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε δυσμενείς κλυδωνισμούς, για παράδειγμα την περιφερειακή ενεργειακή κρίση, ή τη βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων.