Την εκτίμησή του ότι οι τράπεζες ξεκινούν από μια θετική αφετηρία στο σημερινό περιβάλλον, εξέφρασε μιλώντας στο συνέδριο του Economist ο Κωνσταντίνος Βασιλείου αναπλ. διευθύνων σύμβουλος, επικεφαλής corporate & investment banking, Eurobank. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η Ελλάδα και οι ελληνικές τράπεζες στο σημερινό περιβάλλον ξεκινούν από μια θετική αφετηρία, με τη μεν χώρα να κλείνει με θετικό πρόσημο πραγματικής ανάπτυξης που αναμένεται να ξεπεράσει το 5% και όλες οι προβλέψεις συντείνουν ότι το 2023 θα έχουμε ανάπτυξη, σε χαμηλότερους μεν ρυθμούς, γύρω στο 2%.
Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν σε ένα περιβάλλον προκλήσεων με 'μαξιλάρια' ασφαλείας και αισιοδοξία. «Έχουμε αφήσει πίσω τα προβλήματα του παρελθόντος. Κατά μέσο όρο, το τραπεζικό σύστημα θα κλείσει τη χρονιά με προβληματικά δάνεια γύρω στο 7%, τα οποία θα έχουν προβλέψεις άνω του 50% κατά μέσο όρο. Επίσης, οι τράπεζες μπαίνουν στο νέο περιβάλλον με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, ισχυρή ρευστότητα και με ισχυρή κερδοφορία» είπε ο κ. Βασιλείου.
Όσον αφορά τη διαχείριση των προκλήσεων, ο κ. Βασιλείου έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην από κοινού συνεργασία και κατανόηση, στην ικανότητα των τραπεζών να συνεχίζουν να στηρίζουν τους πελάτες τους, παρέχοντας λύσεις στους αξιόπιστους πελάτες, αλλά και στη μετατροπή της κρίσης σε μια νέα ευκαιρία, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις σε τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, η εξοικονόμηση και αποθήκευση ενέργειας, η εξωστρέφεια κ.ά..
Από την πλευρά του, ο Ιωάννης Εμίρης, γενικός διευθυντής wholesale banking, Alpha Bank, στην ομιλία του εστίασε στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η χώρα και οι επιχειρήσεις της έσπευσαν να καλύψουν ένα πολύ σημαντικό επενδυτικό κενό που είχε συσσωρευτεί κατά την δεκαετία της κρίσης. Αυτό άρχισε να αντιστρέφεται, σύμφωνα με τον ίδιο, το 2022, όπου οι επενδύσεις που έγιναν σε πάγιο κεφάλαιο, έχουν ξεπεράσει τις αποσβέσεις που κάνει η χώρα.
Παράλληλα, τόνισε ότι η Ελλάδα κατέστη ξανά επενδύσιμη χάρη στη βελτίωση του ισοζυγίου ρίσκου-οφέλους. «Η χώρα έδειξε μια φιλικότητα προς τις επενδύσεις και συνεπώς έγιναν μεγάλες συναλλαγές από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Την ίδια στιγμή, το τραπεζικό σύστημα κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, διότι και οι ισολογισμοί αποκαταστάθηκαν, η ρευστότητα αποκαταστάθηκε και μειώθηκαν τα επιτόκια δανεισμού. «Δανείσαμε τις επιχειρήσεις με πιο υγιείς και συμφέροντες όρους σε σχέση με το παρελθόν» τόνισε και αναφέρθηκε στις μεγάλες επενδύσεις που έγιναν - και γίνονται - στον ΔΕΔΔΗΕ, στο Ελληνικό, στα αεροδρόμια και τις υπόλοιπες υποδομές, στον χώρο των ακινήτων, στον τουρισμό, στην ενέργεια αλλά και στη βιομηχανία-εξαγωγές. Σημείωσε τέλος, ότι οι εξαγωγές το 2021 αυξήθηκαν κατά 52% σε σχέση με το 2021, με τα αγαθά να αποτελούν σχεδόν το 50% των συνολικών εξαγωγών της περιόδου 2020-2021.
Την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου εξήρε ο γενικός διευθυντής εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Εθνικής Τράπεζας, Βασίλης Καραμούζης, ο οποίος σημείωσε ότι η ανάπτυξη πλέον δεν προέρχεται κατά κύριο λόγο από την ιδιωτική κατανάλωση. «Έχουμε μεγάλες αυξήσεις στις πάγιες επενδύσεις, στις εξαγωγές, στον τουρισμό» σημείωσε χαρακτηριστικά. Όλα αυτά, συμπλήρωσε, έχουν ενισχύσει τη διάθεση να δοθούν δάνεια, ενώ την ίδια στιγμή οι τράπεζες έχουν κεφάλαια, καταθέσεις, φιλική νομισματική πολιτική και λυμένο το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί, πρόσθεσε ο κ. Καραμούζης, η εδραίωση της τεχνολογίας, χάρις στην οποία οι υπάλληλοι των τραπεζών έχουν περισσότερο χρόνο να ασχοληθούν με προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Ο Θεόδωρος Τζούρος, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής ομίλου, ανώτερος γενικός διευθυντής εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής στην Τράπεζα Πειραιώς, επεσήμανε από το βήμα του συνεδρίου, ότι «σήμερα δεν βρισκόμαστε σε μια νέα φάση μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στην Ελλάδα». Μάλιστα, εκτίμησε ότι το ενεργητικό των τραπεζών θα παραμείνει ισχυρό και το 2023. Και αυτό οφείλεται σε πέντε πυλώνες, όπως είπε. Οι τράπεζες έχουν απομακρύνει τα προβληματικά δάνεια από τους ισολογισμούς τους και ταυτόχρονα, τα προηγούμενα χρόνια, τα νοικοκυριά ήταν απρόθυμα να δανειστούν. Αυτό σημαίνει, όπως εξήγησε ο κ. Τζούρος, ότι ο δανεισμός ανταποκρίνεται σήμερα σε ένα μικρότερο κομμάτι της οικονομίας, το οποίο όμως είναι πιο υγιές και πιο ανθεκτικό. Δεύτερον, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι βιώσιμες, έχοντας κατορθώσει να επιβιώσουν έπειτα από μια 10ετία κρίσεων, σημείωσε. Τρίτον, περιμένουμε μια ισχυρή επίδοση της οικονομίας την περίοδο 2022-2023, ενώ τέταρτον, η κυβέρνηση στηρίζει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στον τομέα του ενεργειακού κόστους. Τέλος, οι τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για να αναχαιτίσουν ένα νέο κύμα NPLs. «Το σύστημα διαθέτει τεχνογνωσία, προϊόντα και στρατιωτικές συνεργασίες με τους servicers» τόνισε ο κ. Τζούρος.
Την εκτίμηση ότι οι επόμενοι 12 μήνες δεν πρόκειται να είναι ανέφελοι, διατύπωσε από το βήμα του συνεδρίου ο επικεφαλής wholesale banking της Optima bank, Πάρις Οικονόμου, ο οποίος αναφέρθηκε στους παράγοντες που γεννούν τις σημερινές σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις. Όπως επεσήμανε μάλιστα, το σύνολο των πελατών των τραπεζών θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια σειρά αυξήσεων σε όλα τα κόστη. «Θα είναι δύσκολο να περάσουν το σύνολο αυτών των αυξήσεων στους τελικούς πελάτες. Άρα, περιμένουμε μια πίεση στα περιθώρια κέρδους, αλλά και μια μεταβολή στους πιστωτικούς κινδύνους», συμπλήρωσε. Ωστόσο, επεσήμανε ότι έπειτα από 10 χρόνια διαδοχικών κρίσεων, οι τράπεζες και η οικονομία έχουν την τεχνογνωσία να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες καταστάσεις.
Για αντιστροφή της αντίληψης όσον αφορά τη χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την κάλυψη των καταναλωτικών δανείων, έκανε λόγο ο chief digital & retail officer της Παγκρήτιας Τράπεζας, Αντώνιος Βουράκης, ο οποίος παρατήρησε ότι οι χρεωστικές κάρτες αποτελούν πλέον την κινητήριο δύναμη των συναλλαγών. «Η καταναλωτική πίστη, μπροστά σε αυτήν τη νέα ωριμότητα, θα έχει μια αυξητική πορεία, αλλά όχι με τους φρενήρεις ρυθμούς του παρελθόντος. Αυτό είναι άλλωστε το υγιές» εκτίμησε ο κ. Βουράκης, διευκρινίζοντας ότι θα πρόκειται για δάνεια συγκεκριμένου σκοπού. Επίσης εξέφρασε την ελπίδα, οι τράπεζες να εκπαιδεύσουν τους πελάτες σε εργαλεία του παρελθόντος, τα οποία έχουμε απεμπολήσει, όπως για παράδειγμα οι πιστωτικές κάρτες. Όσον αφορά τη στεγαστική πίστη, τέλος, διαβεβαίωσε ότι το 2021 ήταν μια καλή χρονιά, ενώ εξίσου θετικές είναι οι προοπτικές για το υπόλοιπο του 2022 και το 2023.