Με καλυμμένα τα… νώτα της αντιμετωπίζει η Ελλάδα τη μεγάλη φετινή αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης επιθετικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Σύμφωνα με πληροφορίες του BD, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει έγκαιρα να ανοίξει μια τεράστια θέση hedging για την αντιστάθμιση του κινδύνου αύξησης των επιτοκίων.
Λειτουργώντας προνοητικά, πριν ακόμη γίνει σαφές ότι η ΕΚΤ θα στραφεί σε μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε σε overhedging, δηλαδή άνοιξε μεγαλύτερες θέσεις σε swaps (συμβόλαια ανταλλαγής επιτοκίων) από όσες προέβλεπε ότι θα χρειάζονταν, με βάση τις προγραμματισμένες για το 2022 εκδόσεις νέου χρέους.
Ειδικότερα, ενώ είχε γίνει προγραμματισμός για την άντληση κεφαλαίων ύψους 12 δισ. ευρώ με νέες εκδόσεις ομολόγων, η προνοητική πολιτική του ΟΔΔΗΧ ανέβασε τις θέσεις αντιστάθμισης του κινδύνου αύξησης των επιτοκίων στα 15 δισ. ευρώ. Έτσι, όπως σημειώνουν στο BD πηγές του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης με αρμοδιότητα τη διαχείριση του χρέους, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους για το 2022 δεν πρόκειται να υπερβούν τον αρχικό προγραμματισμό, παρά την τεράστια αύξηση αποδόσεων στη δευτερογενή αγορά.
Πρόκειται για μια επιτυχία όχι ασήμαντη, αν αναλογισθεί κανείς ότι φέτος έχει σημειωθεί μια πλήρης ανατροπή σκηνικού, σε ό,τι αφορά τον δανεισμό του κράτους. Στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, η απόδοση των 10ετών τίτλων είχε πέσει στα τέλη του καλοκαιριού του 2021 στο 0,60%, δηλαδή σε ιστορικό χαμηλό, ενώ σήμερα πλησιάζει το 4,50%, έχοντας αυξηθεί σχεδόν κατά οκτώ φορές.
Το Δημόσιο αντιμετωπίζει χωρίς ιδιαίτερο άγχος τη μεγάλη αύξηση στο θεωρητικό κόστος δανεισμού της χώρας, όπως προκύπτει με βάση τις αποδόσεις στη δευτερογενή αγορά, καθώς, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ήδη έχει καλυφθεί με εκδόσεις ομολόγων στην αγορά το 60% του προγραμματισμένου για το 2022 δανεισμού, δηλαδή 7 από τα 12 δισ. ευρώ, ενώ πρόσθετα ποσά έχουν αντληθεί με απευθείας τοποθετήσεις τίτλων στις συστημικές τράπεζες.
Για τις επόμενες κινήσεις, οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του χρέους κρατούν κλειστά τα χαρτιά τους έναντι της αγοράς, σημειώνοντας ότι, αν παραστεί ανάγκη, θα μπορούσαν να αποφύγουν οποιαδήποτε έξοδο της χώρας για κάποια νέα έκδοση, παρά το γεγονός ότι το overhedging θα επέτρεπε να μειωθεί σημαντικά το πραγματικό κόστος δανεισμού, σε περίπτωση που προχωρούσε μία «ακριβή» νέα έκδοση χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζουν, η Ελλάδα δεν έχει λόγους να εγγράψει στο παθητικό της το αμέσως επόμενο διάστημα μια πολύ ακριβή έκδοση ομολόγων, τονίζουν οι ίδιες πηγές, σημειώνοντας ότι το ενδεχόμενο προσφυγής στην αγορά παραμένει ανοικτό, αλλά αυτό δεν θα γίνει με οποιοδήποτε κόστος. Όπως υπολογίζουν, διαψεύδοντας τις φήμες περί άμεσης έκδοσης 10ετών τίτλων, με βάση τη χθεσινή διαμόρφωση των αποδόσεων στη δευτερογενή αγορά, το επιτόκιο δανεισμού με 10ετή στην παρούσα φάση θα ξεπερνούσε το 4,60%, δηλαδή θα ήταν εξαιρετικά υψηλό.
Η κατάσταση στην αγορά ομολόγων της Ευρώπης είναι τόσο δύσκολη, τονίζουν, ώστε ακόμη και κυβερνήσεις με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση “A”, όπως η Σλοβενία, δανείζονται με πολύ αυξημένο κόστος. Σε χθεσινή έκδοση της Σλοβενίας, το επιτόκιο για 10ετείς τίτλους ανέβηκε 11 μονάδες βάσης πάνω από την απόδοση στη δευτερογενή αγορά, η οποία ήδη ξεπερνά το 3%, ενώ η χώρα υποχρεώθηκε να ματαιώσει τις προγραμματισμένες εκδόσεις τίτλων μεγαλύτερης διάρκειας, για να αποφύγει την καταγραφή πολύ υψηλών επιτοκίων. Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας της αγοράς, το «καπέλο» πάνω από την απόδοση της αγοράς θα ξεπερνούσε το 0,20%.
Όπως τονίζεται από πηγές αρμόδιες για τη διαχείριση του χρέους, για την Ελλάδα κρίσιμη είναι η σημασία της διατήρησης μεγάλου «μαξιλαριού» ταμειακών διαθεσίμων, τα οποία υπερβαίνουν τα 30 δισ. ευρώ και υπολογίζεται ότι επαρκούν ως μια εξασφάλιση άνετης κάλυψης των αναγκών χρηματοδότησης για μια πενταετία, με βάση την υπόθεση επιστροφής σε πλεονάσματα από το 2023.
Επιπλέον, οι κινήσεις που έγιναν φέτος έγκαιρα, πριν εκτιναχθούν στα ύψη οι αποδόσεις των ομολόγων, για την εξόφληση δανείων του πρώτου μνημονίου (GLF) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα επιτρέψουν στο Δημόσιο να κατεβάσει τις ανάγκες χρηματοδότησης του 2023 πολύ χαμηλά, στα επίπεδα των 8 – 9 δισ. ευρώ, κάτι που θα επιτρέψει να αντιμετωπίζεται από σχετικά καλή θέση η προσφυγή στην αγορά σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.
Το πρόβλημα με τα υψηλά επιτόκια θα έχουν χώρες που έχουν μεγάλες ανάγκες αναχρηματοδότησης χρέους από την αγορά και θα χρειασθεί το 2023 να τις καλύψουν με πολύ υψηλά επιτόκια, σε ένα εύρος 4% έως 6%. Ήδη η κατάσταση είναι άκρως ανησυχητική για την Ιταλία, καθώς το επιτόκιο στα 10ετής διαμορφώνεται πάνω από το «όριο ασφαλείας» του 4% και αντιμετωπίζει ετήσιες ανάγκες αναχρηματοδότησης άνω των 20 δισ., ενώ και η Γαλλία και η Ισπανία αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα, παρότι δεν έχουν εξίσου μεγάλο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η επικίνδυνη συζήτηση στην ΕΚΤ
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη στήριξη που παρέχει στα ελληνικά ομόλογα, πηγές με αρμοδιότητα τη διαχείριση του χρέους σημειώνουν ότι πρακτικά σήμερα δεν υφίσταται μεγάλη στήριξη από την κεντρική τράπεζα, που περιορίζεται μόνο σε αγορές με επανεπένδυση εσόδων από το πρόγραμμα της πανδημίας (PPP). Για το νέο εργαλείο στήριξης, που εγκρίθηκε πρόσφατα, τονίζουν ότι επικρατεί μεγάλη ασάφεια σχετικά με τον τρόπο ενεργοποίησής του. Χαρακτηριστικά, σε ερώτηση για το αν χρειάζεται αίτηση ενός κράτους στην ΕΚΤ, ή αν ενεργοποιείται το εργαλείο αυτόματα από το συμβούλιο, απαντούν: «Όσο το γνωρίζετε εσείς, τόσο γνωρίζουμε κι εμείς».
Όπως σημειώνουν, πάντως, στην ΕΚΤ έχει αρχίσει μια συζήτηση που δεν ωφελεί τις χώρες που βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση, όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους και η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην πορεία. Από την Bundesbank και άλλες κεντρικές τράπεζες του Βορρά διακινούνται επιχειρήματα υπέρ της έναρξης ποσοτικής σύσφιξης (Quantitive Tightening – QT), δηλαδή υπέρ του τερματισμού ακόμη και της επανεπένδυσης εσόδων για αγορές ομολόγων, ώστε να περιορισθεί η ρευστότητα στην αγορά και να λειτουργήσει αυτό ως ένα επιπλέον μέτρο για τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται ήδη η Fed, αλλά αρμόδιες πηγές υπογραμμίζουν ότι θα ήταν σφάλμα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον η εφαρμογή τέτοιων μέτρων περιορισμού της ρευστότητας. «Δεν υπάρχει η παραμικρή σχέση ανάμεσα στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων. Εκεί έχεις ένα κράτος, στην ευρωζώνη έχουμε πολλά, με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα ενός QT θα είχαν πολύ διαφορετικές επιπτώσεις στα επί μέρους κράτη», επισημαίνουν, προειδοποιώντας για κίνδυνο κατακερματισμού της αγοράς, αν υιοθετηθούν οι απόψεις των «γερακιών».
Τι λένε οι τράπεζες
Από την πλευρά των ελληνικών τραπεζών, τονίζεται ότι η κατάσταση στην αγορά ομολόγων είναι μεν δύσκολη, χωρίς πάντως προς το παρόν να έχουμε φθάσει σε επίπεδα «συναγερμού».
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος συστημικής τράπεζας, οι αποδόσεις των ομολόγων κινούνται ανοδικά γενικώς, λόγω της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ. Σχετικά με την αύξηση του spread των ελληνικών ομολόγων, σημειώνει ότι υπάρχει αποστροφή κινδύνου η οποία πλήττει δυσανάλογα τις χώρες με την πιο επιβαρυμένη δημοσιονομική θέση.
Παράλληλα, υπάρχουν και ιδιοσυγκρασιακά θέματα τα οποία θα μπορούσαν να εξηγούν την αύξηση του spread στην Ελλάδα, όπως είναι οι εξελίξεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η μη αναβάθμιση από τη Moody’s, η οποία σημείωσε με αρκετή έμφαση και το πολιτικό ρίσκο.
Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει η ίδια τραπεζική πηγή, «ακόμη δεν έχουμε πιάσει alarming επίπεδα στο spread», κάτι που φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί από την ΕΚΤ ο μηχανισμός στήριξης TBI. Παρότι δεν είναι ξεκάθαρα τα κριτήρια ενεργοποίησης του μηχανισμού, σημειώνει η ίδια πηγή, κάτι τέτοιο θα ήταν μια σοβαρή ένδειξη ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο «κόκκινο».