Όλοι πια συμφωνούν ότι η Αττική έχει φτάσει κυκλοφοριακά στα όριά της, αλλά τα έργα που πρέπει να γίνουν για να πάρει ανάσες είναι δύσκολο να χρηματοδοτηθούν. Οι πρότυπες προτάσεις για τις επεκτάσεις της Αττικής Οδού και το Ελευσίνα – Οινόη παραμένουν στο «συρτάρι» εδώ και ενάμισι χρόνο, με βασικό αγκάθι το ύψος της χρηματοδοτικής συμβολής του Δημοσίου.
Εν αναμονή θεσμικών αλλαγών, στελέχη του κατασκευαστικού κλάδου βάζουν στο τραπέζι ακόμα και μηδενισμό της δημόσιας συμβολής για ορισμένα έργα εντός αστικού ιστού ή τη μετάθεση των «σκιωδών διοδίων» κατά μία δεκαετία. Δεδομένων των περιορισμένων πόρων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), το γεγονός ότι το ΕΣΠΑ και άλλα ευρωπαϊκά εργαλεία δεν χρηματοδοτούν νέα οδικά έργα σε Αττική και Θεσσαλονίκη -παρά μόνο παρεμβάσεις οδικής ασφάλειας- περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες.
Με τον αραμπά οι αλλαγές
Από την πλευρά της, η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, παρότι έχει πολλάκις εκφράσει επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του εργαλείου των προτύπων προτάσεων (unsolicited proposals), επιμένει ότι θα έρθουν οι εδώ και ένα εξάμηνο προαναγγελθείσες βελτιώσεις του νομοθετικού πλαισίου του 2022.
«Θέλουμε να προχωρήσουν οι πρότυπες προτάσεις, αλλά τον πρώτο ρόλο τον έχει το υπουργείο που θα θέσει και τους όρους», επανέλαβε ο υφυπουργός Υποδομών, Νίκος Ταχιάος, μιλώντας στο ΣΔΙΤ Forum. Επισήμανε, δε, ότι ως εργαλείο ενέχει κινδύνους, αφού φτιάχτηκε για τρίτες χώρες ή αναδυόμενες αγορές, ενώ σε ευρωπαϊκό έδαφος έχει δοκιμαστεί μόνο σε μία περίπτωση στην Ιταλία και μάλιστα με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα.
Ως προς τις αλλαγές που θα γίνουν στο υφιστάμενο πλαίσιο, αρχικά η αξιολόγηση των προτάσεων που κατατίθενται από την αγορά και της αναγκαιότητας των έργων, θα περάσει σε υπηρεσιακό επίπεδο και δεν θα γίνεται από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Οι πρότυπες προτάσεις θα περιοριστούν αποκλειστικά σε ΣΔΙΤ και παραχωρήσεις -όχι δημόσια έργα- και θα παραμείνει το όριο των 200 εκατ. ευρώ που προβλέπεται ως η αφετηρία για να υποβληθεί μία πρόταση.
Επίσης, δεν θα υπάρχει τακτή πρόσκληση υποβολής φακέλων ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, καθώς θεωρείται μη λειτουργική. Θα ενταχθούν, δε, κριτήρια που θα ευνοούν την επιλογή λύσεων που σε γρήγορο χρόνος μπορούν να ωριμάσουν και να υλοποιηθούν, ενώ η χρηματοδοτική συμβολή του δημοσίου δεν θα υπερβεί τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για την εθνική οικονομία.
Μετάθεση κόστους στο μέλλον
Παραθέτοντας στοιχεία που δείχνουν ότι το 2030 η κυκλοφορία θα έχει αυξηθεί κατά 11% και ως το 2050 η αύξηση θα είναι 30%, μιλώντας στο ίδιο forum, ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ και διευθύνων σύμβουλος της ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ, Γιώργος Συριανός, χαρακτήρισε ως μονόδρομο την επιλογή των προτύπων προτάσεων. Ο ίδιος μάλιστα έχει βάλει εδώ και περίπου μία δεκαετία το ζήτημα στη δημόσια σφαίρα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην ωρίμανση και τη χρηματοδότηση νέων έργων υποδομών.
«Βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή. Θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την Αττική, όπου χάνονται καθημερινά ώρες λόγω κυκλοφοριακού, ενώ έχουμε αύξηση της ατμοσφαιρικής επιβάρυνσης», είπε, σημειώνοντας ότι οι τεχνικές εταιρείες έχουν κάνει μια αναλυτική μελέτη για τον τρόπο αποπληρωμής των πληρωμών διαθεσιμότητας.
«Εμείς προτείνουμε μηδενισμό της χρηματοδοτικής συμβολής του δημοσίου στα έργα των πρότυπων προτάσεων που είναι εντός αστικής ζώνης», ανέφερε, τονίζοντας πως αυτό θα ισχύσει ανά περίπτωση. «Προσπαθήσαμε να βρούμε μια λύση προκειμένου να "σπρωχτούν" τα λεγόμενα σκιώδη διόδια πιο πίσω στον χρόνο, δηλαδή μετά από 10-12 χρόνια από την έναρξη της παραχώρησης. Έχουμε εκπονήσει μελέτες και είμαστε έτοιμοι όταν το υπουργείο μας καλέσει να προχωρήσουμε αναλόγως», συνέχισε ο κ. Συριανός.
Σημειώνεται ότι τα σκιώδη διόδια, όπως έχουν ενταχθεί τουλάχιστον στην παραχώρηση του ΒΟΑΚ, προβλέπουν ένα ποσό του διοδίου να καταβάλλεται -ως είθισται- από τους χρήστες του δρόμου και το υπόλοιπο ποσό ανά διέλευση να αποζημιώνεται από το κράτος.
«Κάνουμε πιο ελκυστικά τα έργα με τον μηδενισμό της χρηματοδοτικής συμμετοχής του δημοσίου και μεταφέροντας υποχρεώσεις αργότερα. Έτσι διευκολύνουμε την όλη διαδικασία. Εξετάζουμε να σπρώξουμε όσο γίνεται πιο πολύ στο μέλλον τα όποια κόστη για το δημόσιο», εξήγησε ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ.
Μελετάται το χρηματοδοτικό μοντέλο
Ειδικά σε αυτό το σημείο, πάντως, ο υφυπουργός που έχει επανειλημμένως ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι δυνατόν να φορτώνουμε υποχρεώσεις στις επόμενες γενιές, εξέφρασε τον προβληματισμό του. «Το γεγονός ότι δεν θα έχουμε χρηματοδοτική συμβολή στην παρούσα χρονική στιγμή, αλλά αυτό να γίνει μετά από δέκα χρόνια, θα πρέπει να το μελετήσουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργούμε με δημοσιονομικά κριτήρια που μας οδήγησαν στο 2010», είπε χαρακτηριστικά.
«Εμείς θα αναζητήσουμε τη λύση στο χρηματοδοτικό μοντέλο. Η τεχνική λύση δεν είναι δύσκολη υπόθεση, υπάρχει τεχνογνωσία. Θέλει μεγάλη περίσκεψη πώς κανείς θα μεταφέρει το οικονομικό βάρος στο μέλλον. Συμμερίζομαι την ανάγκη, αλλά όχι τον ενθουσιασμό», υπογράμμισε ο κ. Ταχιάος.
Ως προς την προτεραιοποίηση των έργων που περιλαμβάνονται στους υποβληθέντες από τον Μάιο του 2023 φακέλους προτύπων προτάσεων, ξεχώρισε την επέκταση περιφερειακής Υμηττού μέσω της σήραγγας Ηλιουπόλεως προς τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και τον άξονα Ελευσίνα-Οινόη. Η μεγάλη επένδυση στο Ελληνικό αλλά και το Θριάσιο, όπου χάρη στις προοπτικές του λιμανιού του Πειραιά αναπτύσσονται κέντρα logistics και αποθήκες, δημιούργησαν νέες ανάγκες.
Ο κ. Ταχιάος έκανε λόγο για τρεις πρότυπες προτάσεις που έχουν παραληφθεί από το υπουργείο. Εξ αυτών, πάντως, έχουν γίνει γνωστές οι δύο. Μία ενιαία πρόταση για τις επεκτάσεις της Αττικής Οδού προς Λαύριο, Ραφήνα και από περιφερειακή Υμηττού προς λεωφόρο Βουλιαγμένης, που εκτιμάται πως υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ. Αυτή κατατέθηκε από τις ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ και ΑΒΑΞ.
Η δεύτερη που προήλθε από τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ αφορά τον αυτοκινητόδρομο Ελευσίνα – Οινόη, που εκτιμάται πως θα δώσει λύση στο χάος του Κηφισού, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 500 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι σε αυτό το πρότζεκτ το υπουργείο θα πρόκρινε να «κουμπώσει» και η σιδηροδρομική σύνδεση με το Θριάσιο.