Νέα άνοδο στις τιμές του αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος προβλέπουν τα μοντέλα της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τόνισε ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, που σημείωσε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη οφείλεται στους κλυδωνισμούς που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τονίζοντας ότι το 75% των διαταραχών στις τιμές καταναλωτή προέρχεται από το φυσικό αέριο.
Μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ της Πράγας που οργανώνεται από το EUROFI, ο διοικητής της ΤτΕ, δήλωσε πως «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα. Θα το παρομοίαζα με ένα πολυκέφαλο τέρας όπως η Λερναία Ύδρα. Ο πληθωρισμός έχει τρία κεφάλια, επομένως χρειάζονται τρία όπλα», σημειώνοντας πως «η νομισματική πολιτική είναι ένα από αυτά, αλλά δεν πρέπει να αφεθεί μόνη της. Αν είναι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιείται, αυτό θα συνεπαγόταν κόστος σε όρους προϊόντος και απασχόλησης. Τα άλλα δύο όπλα είναι η δημοσιονομική και η ενεργειακή πολιτική».
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως ο πληθωρισμός στην Ευρώπη τουλάχιστον «οφείλεται σαφώς σε κλονισμούς από την πλευρά της προσφοράς, όπως η πανδημία και οι ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, θα λέγαμε ότι, εφόσον η Ευρώπη είναι σε καθαρή βάση μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας, αυτό που παρατηρούμε σήμερα ουσιαστικά ισοδυναμεί με έναν ενεργειακό φόρο που επιβάλλεται στην Ευρώπη από μια ξένη χώρα και ο οποίος μειώνει το καθαρό εισόδημα ή την ευημερία της κατά περίπου 5% του ΑΕΠ. Διαφέρουμε από τις ΗΠΑ, που έχουν ισοσκελισμένο ή και πλεονασματικό ισοζύγιο ενέργειας».
Επισήμανε πως το 75% των διαταραχών στις τιμές καταναλωτή προέρχεται από ένα και μόνο εμπόρευμα, το φυσικό αέριο, «το οποίο λόγω του μοντέλου τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος με βάση το οριακό κόστος, επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος με αναλογία 1:1» και προειδοποίησε ότι «σύμφωνα με τα οικονομετρικά υποδείγματα και τις εκτιμήσεις μας, μεταξύ 2022 και 2023 οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 40%».
Παράλληλα ανέφερε ότι «το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου», σημειώνοντας ότι «αυτός ο παράγοντας διατηρεί το μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δήλωσε πως μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις δευτερογενών επιδράσεων, με τον ρυθμό αύξησης των μισθών στην Ευρώπη να παραμένει συγκρατημένος καθώς είναι περίπου 3-3,5% κατά μέσο όρο, που είναι κοντά στο στόχο του 2%, «αν ληφθεί υπόψη και η αύξηση της παραγωγικότητας».
Σημείωσε επίσης πως «οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, τόσο με βάση στοιχεία ερευνών, όσο και με βάση τις πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, μετά από 5 έτη με ορίζοντα 5 ετών, παραμένουν σταθεροποιημένες στο 2%» και πρόσθεσε πως δεν υπάρχει «θετικό παραγωγικό κενό. Αντίθετα, αναθεωρήσαμε τις προβλέψεις μας και πλέον αναμένουμε εξάλειψη του παραγωγικού κενού στο τέλος του 2024, δύο τρίμηνα αργότερα από ό,τι είχε εκτιμηθεί στις προηγούμενες προβλέψεις».
Στη συνέχεια ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως «ακόμα και στη σημερινή περίσταση που ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κόστους, η νομισματική πολιτική είναι σημαντικό όπλο γιατί διατηρεί σταθεροποιημένες τις προσδοκίες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις υπό έλεγχο».
Τα άλλα δύο όπλα σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ είναι η ενεργειακή και η δημοσιονομική πολιτική. Ειδικότερα όπως ανέφερε, «χρειαζόμαστε ενεργειακή πολιτική για να αποσυνδέσουμε, προσωρινά τουλάχιστον, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και να συνεχίσουμε να παρέχουμε κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια».
Για τη δημοσιονομική πολιτική σημείωσε πως «πρέπει να διατηρήσει μια κατεύθυνση τέτοια ώστε να μην αντιστρατεύεται τη νομισματική πολιτική, ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη ώστε να προσφέρει στήριξη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να συνδυάζει τη φορολόγηση των έκτακτων κερδών ορισμένων παραγωγών ενέργειας και επιδοτήσεις για όσους βγαίνουν ζημιωμένοι».
Η αύξηση των επιτοκίων
Σχολιάζοντας την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ ανέφερε ότι «αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χθες προχωρήσαμε σ’ αυτή την εμπροσθοβαρή κίνηση αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, παρά το κόστος που είναι δυνατόν να υπάρξει σε όρους προϊόντος και απασχόλησης. Θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτό που σύμφωνα με τα υποδείγματά μας είναι το ουδέτερο επιτόκιο. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επίπεδο του ουδέτερου επιτοκίου, που είναι υψηλότερο από το μηδέν. Μπορεί να είναι περίπου 1,5%, ή και 2%».
Σημείωσε πως «η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να καθορίσει τα πραγματικά επιτόκια μακροπρόθεσμα, μπορεί μόνο να καθορίσει τα ονομαστικά επιτόκια» και υπενθύμισε πως «πριν από την πανδημία βρισκόμασταν σε χρόνια στασιμότητα, παρά την τεράστια ποσοτική χαλάρωση».
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως «ο πληθωρισμός ήταν σχεδόν αρνητικός, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά» και «όλα τα μεγέθη βρίσκονταν σε καθοδική πορεία, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, το επιτόκιο ισορροπίας (ή το ουδέτερο επιτόκιο)», επισημαίνοντας πως «αυτοί οι παράγοντες διαμόρφωναν τις εξελίξεις, όχι οι κεντρικές τράπεζες».
Στη συνέχεια πρόσθεσε πως «τα πραγματικά επιτόκια, που σύμφωνα με τη θεωρία υπολογίζονται αν από τα ονομαστικά επιτόκια αφαιρέσουμε τον αναμενόμενο πληθωρισμό και όχι τον τρέχοντα, αυξάνονται από τότε που ξεκινήσαμε την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ».
Παράλληλα υπογράμμισε το γεγονός πως «αν η πολιτική μας δεν ήταν αποτελεσματική, οι αποδόσεις των ομολόγων θα έπρεπε να είναι στο 10%, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, είναι γύρω στο 2-2,5%, επειδή υπάρχει η αντίληψη ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί, καθώς προέρχεται κυρίως από την προσφορά και όχι τόσο από τη ζήτηση» και δήλωσε πως έχει ξεκινήσει η ομαλοποίηση «και πρόκειται για μια σοβαρή ομαλοποίηση» που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη σοβαρότητα. «Μπορεί να έχουμε μεγάλες απώλειες σε όρους προϊόντος και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», ανέφερε χαρακτηριστικά.