Με την οικονομία να «τρέχει» το 2022 με ανέλπιστα θετικές επιδόσεις, δεδομένου του πολέμου στην Ουκρανία και της ολοένα εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, η Ελλάδα κατορθώνει στην τρέχουσα συγκυρία όχι απλά να παραμένει αλώβητη, αλλά να ενισχύει τη θέση της σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Με αιχμή τα έσοδα ρεκόρ του τουρισμού, την ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών και την καλή πορεία των δημοσίων εσόδων, η κυβέρνηση αισιοδοξεί για την πορεία της χώρας και εν πολλοίς κινείται σαν η κρίση να μην μας ακουμπά και να μην κινδυνεύουμε. Το ερχόμενο Σάββατο, στην κεντρική ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα παρουσιάσει νέες παροχές και ο σχεδιασμός για τον προϋπολογισμό του 2023 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αυξήσεις συντάξεων και κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Αυτή η εικόνα του "business as usual", ο εθισμός στο ναρκωτικό των οριζόντιων επιδοτήσεων - παροχών και η κυβερνητική αισιοδοξία, την ώρα που η Ευρώπη προετοιμάζεται για έναν πολεμικό χειμώνα, ίσως τον δυσκολότερο μεταπολεμικά, προκαλεί έντονο σκεπτικισμό.
Πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, γεωπολιτικές συγκρούσεις, υψηλός πληθωρισμός, απότομη αύξηση επιτοκίων και οι οικονομίες που διολισθαίνουν σε ύφεση συνθέτουν ένα εξαιρετικά δύσκολο και απαισιόδοξο περιβάλλον. Καθόλου τυχαία, ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν έκανε λόγο προ ημερών για το τέλος της εποχής της αφθονίας.
Στην Ελλάδα περάσαμε όλο το καλοκαίρι πανηγυρίζοντας για τα ρεκόρ στον τουρισμό, την πολύ καλή πορεία της οικονομίας και ακούγοντας διαβεβαιώσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Μόλις τις τελευταίες ημέρες γίνεται μια δειλή προσπάθεια, μέσω αρθρογραφίας και κυβερνητικών παρεμβάσεων - συσκέψεων, προσγείωσης της κοινής γνώμης στην πραγματικότητα και προετοιμασίας για τον επερχόμενο δύσκολο χειμώνα.
Κάποιοι αναλυτές μάλιστα υπενθυμίζουν δηκτικά την περίφημη φράση περί «θωρακισμένης οικονομίας» του πρώην υπουργού Γιώργου Αλογοσκούφη, λίγο πριν το ξέσπασμα της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, που παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα μας σε έξοδο από την ευρωζώνη.
Ωστόσο, παρά τις μεγάλες αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, κάθε παραλληλισμός με το 2009 – 2010 είναι πέρα για πέρα άστοχος: η Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2009. Έχουν αλλάξει πολλά, ωστόσο το σημαντικότερο είναι ότι το προφίλ χρέους της χώρας είναι εξαιρετικά ευνοϊκό.
Σε αντίθεση με το 2010 που το ελληνικό χρέος ήταν όλο στην αγορά και οι ανάγκες αναχρηματοδότησης της Ελλάδας τότε πολύ μεγάλες, σήμερα η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική. Πάνω από το 70% του κρατικού χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα και βρίσκεται εκτός αγορών. Σήμερα το ελληνικό χρέος έχει μια μέση διάρκεια 20 ετών με σταθμισμένο μέσο κόστος εξυπηρέτησης στο 1,4%, δηλαδή είναι διασφαλισμένο από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Επιπλέον, οι ετήσιες ανάγκες αναχρηματοδότησης είναι πολύ μικρές. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, με την Ιταλία να έχει μέση διάρκεια χρέους τα 8 χρόνια και μεγάλες ανάγκες αναχρηματοδότησης.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό η μεγάλη αύξηση της απόδοσης των εγχώριων κρατικών ομολόγων που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα αποτυπώνει γενικότερες ανησυχίες της αγοράς για την κατάσταση στην Ευρώπη και όχι ειδικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Με άλλα λόγια αν η χώρα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία και την προσέλκυση επενδύσεων μπορεί εύλογα να περιμένει καλύτερες ημέρες, παρά την δύσκολη διεθνή συγκυρία και τις επιπτώσεις που αναπόδραστα θα έχουμε σε δεύτερο χρόνο, σε ένα περιβάλλον ύφεσης, πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων.
Νέοι κίνδυνοι και απειλές
Και μπορεί πλέον να μην κινδυνεύουμε από τις αναταράξεις στις αγορές ομολόγων και την αύξηση των επιτοκίων, ωστόσο, υπάρχουν άλλοι σοβαροί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέες πιέσεις και κλυδωνισμούς.
Η Ελλάδα το 2023 θα πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κάτι όχι εύκολο σε μια εκλογική χρονιά και με ένα εκλογικό σώμα εθισμένο και «εκπαιδευμένο» τα προηγούμενα χρόνια στις οριζόντιες επιδοτήσεις. Τα δημοσιονομικά περιθώρια θα είναι περιορισμένα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μέρος των εφετινών υπέρ - εσόδων οφείλεται στην επίδραση του πληθωρισμού. Σε περίπτωση δημοσιονομικών αναταράξεων και αδυναμίας επίτευξης των στόχων, η Ελλάδα θα μπορούσε ξανά να μπει στο… μάτι των αγορών, να «χάσει» το κρίσιμο ραντεβού με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και να εισέλθει σε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας και πιέσεων.
Η επερχόμενη ύφεση στην Ευρώπη θα έχει επιπτώσεις το 2023 τόσο στον τουρισμό όσο και τις εξαγωγές με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία. Μια εξασθένηση των εξαγωγών, σε συνδυασμό με τον καλπασμό των εισαγωγών που σημειώνεται την εφετινή χρονιά, θα μπορούσε να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο το εμπορικό έλλειμμα.
Προϋπόθεση για την διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της εγχώριας οικονομίας αποτελεί η περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια (το Ταμείο Ανάκαμψης συμβάλει καθοριστικά στην κατεύθυνση αυτή). Πρόκειται για τομέα στον οποίο η κυβέρνηση έχει πετύχει πολλά και δουλεύει συστηματικά, ωστόσο η προοπτική ύφεσης στην Ευρώπη και η άνοδος των επιτοκίων διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που δεν είναι ελκυστικό για επενδύσεις.
Επιπρόσθετα οι επενδύσεις συνδέονται άμεσα με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες δεν προχωρούν με τον απαιτούμενο ρυθμό. Ειδικά σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως τη Δικαιοσύνη, τα βήματα που πραγματοποιούνται είναι μικρά και άτολμα. Με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό «πληγωμένους» από την υπόθεση των παρακολουθήσεων, τη χώρα να εισέρχεται στο εκλογικό 2023 και τους περιορισμούς που δημιουργούν ο πληθωρισμός και η διεθνής κρίση, πολύ δύσκολα θα δούμε τους επόμενους μήνες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη της ανάπτυξης.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη χώρα δεν είναι οικονομικός αλλά πολιτικός. Το πολιτικό ρίσκο και η έκβαση των επόμενων εθνικών εκλογών αποτελούν και θα αποτελούν τους επόμενους μήνες μια μεγάλη εστία ανησυχίας και αβεβαιότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα και ο σχηματισμός ισχυρής κυβέρνησης θα καθορίσουν την αντιμετώπιση των κρίσιμων οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Χωρίς ισχυρή κυβέρνηση και ξεκάθαρη οικονομική πολιτική, η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και αν αυτό δεν το πετύχουμε μέχρι το καλοκαίρι του 2023 ο χρόνος θα μετρά αντίστροφα για το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης.
Ο πολιτικός κίνδυνος και ο απόηχος του 2014
Το 2014, μετά από μεγάλο διάστημα αστάθειας και αβεβαιότητας, και αφού προηγήθηκαν πολλά σκληρά μέτρα η οικονομία σταθεροποιήθηκε και άρχιζε να εμφανίζει ισχυρά σημάδια ανάκαμψης. Το 2014, το ΑΕΠ για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια πτώσης ενισχύθηκε, οι καταθέσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο, η ανεργία υποχώρησε, το τραπεζικό σύστημα σταθεροποιήθηκε.
Όλα έδειχναν ότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για το τέλος της κρίσης και την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Αυτό όμως δεν συνέβη, καθώς ακολούθησε ανατροπή της κυβέρνησης, πρόωρες εκλογές, και σχηματισμός μιας νέας κυβέρνησης που επιχείρησε να ανατρέψει τα πάντα αναζωπυρώνοντας και δίνοντας νέα (πολυετή) πνοή στην κρίση.
Κάπως έτσι και τώρα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η χώρα είναι το φάσμα μιας απότομης κυβερνητικής στροφής σε αβέβαια μονοπάτια. Σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας ή ενός αξιόπιστου κυβερνητικού σχηματισμού συνεργασίας, η χώρα όχι μόνο θα χάσει πολύ γρήγορα τα οφέλη από την μεγάλη πρόοδο των τελευταίων ετών αλλά θα κινδυνέψει να παρασυρθεί ξανά στη δίνη της αβεβαιότητας.
Η υπόθεση των υποκλοπών έδειξε πόσο εύκολα μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα, ενώ η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση καθιστούν ακόμα πιο δύσκολο το στοίχημα της αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα η υπόθεση των υποκλοπών έχει δημιουργήσει μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις ΝΔ – ΚΙΝΑΛ ΠΑΣΟΚ, καθιστώντας δύσκολη τη μετεκλογική τους συνεργασία σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας.
Με άλλα λόγια η Ελλάδα για άλλη μια φορά από το 2009 βρίσκεται αντιμέτωπη πρώτιστος με πολιτικές προκλήσεις η έκβαση των οποίων θα κρίνουν την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Ορατός είναι ο κίνδυνος οι επόμενοι μήνες, που θα είναι καλοί για την οικονομία, να κυλήσουν υπό τη σκιά μιας παρατεταμένης, τοξικής, προεκλογικής περιόδου και την άνοιξη, όταν η Ευρώπη θα βγαίνει από τον πιο δύσκολο μεταπολεμικό χειμώνα η Ελλάδα θα εισέρχεται σε περίοδο εκλογών και αβεβαιότητας. Ένα κακό αποτέλεσμα και αδυναμία σχηματισμού αξιόπιστης κυβέρνησης θα βάλουν στον πάγο την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας γεγονός που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα περίοδο αβεβαιότητας και αστάθειας ανατρέποντας την θετική πορεία της οικονομίας.
Η μεγάλη διαφορά ωστόσο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι είναι νωπές οι περιπέτειες του 2015, η αστάθεια της περιόδου 2010 - 2012 και πόσο μεγάλη ζημιά προκάλεσαν στη χώρα. Οι περιπέτειες αυτές έχουν ωριμάσει και το πολιτικό προσωπικό. Όλοι έχουν αναγνωρίσει το υψηλό τίμημα της αστάθειας και παρά την ένταση και την τοξικότητα που επικρατεί στον πολιτικό στίβο την επομένη των εκλογών, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, θα πρέπει να συμβιβαστούν και να συνεργαστούν.