Τις ευρωεκλογές θέτει στο επίκεντρο ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος που επισημαίνει ότι «η ευρω-αναμέτρηση του Ιουνίου έχει διπλή πολιτική βαρύτητα» και υπογραμμίζει ότι εκεί θα «ζυγιστεί» η πολιτική σταθερότητα και συνέχεια της χώρας. Ο κ. Σκέρτσος αναφέρθηκε στις μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που έρχονται στη χώρα, ενώ απορρίπτει τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για εθνικές εκλογές.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal, ο κ. Σκέρτσος ξεκίνησε από την επικαιρότητα και τη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα. «"Μάτωσε" η καρδιά όλων μας με αυτό που συνέβη το βράδυ της Δευτέρας στους Αγίους Αναργύρους» και σημειώνει πως «έχει σημασία να δούμε ακριβώς τι δεν έγινε σωστά από το πρωτόκολλο για την αστυνομική ανταπόκριση σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας για να μην ξανασυμβεί».
Υπογράμμισε πως «έχουμε ένα διπλό στοίχημα στη μάχη για την επανίδρυση του κράτους που μας πληγώνει: να τυποποιήσουμε περισσότερο διαδικασίες, κανόνες, συμπεριφορές των δημοσίων υπαλλήλων ώστε να περιοριστούν οι αποκλίσεις από τα ακολουθούμενα πρωτόκολλα και ταυτόχρονα να αποτινάξουμε την κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας. Να κατανοήσουμε όλοι, από την κορυφή έως τη βάση της διοικητικής πυραμίδας, ότι από τις αποφάσεις και τις επιλογές μας επηρεάζονται καθημερινά οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων».
Στα αμιγώς πολιτικά, «οι εκλογές δεν γίνονται για να λύνουν τα προσωπικά και πολιτικά τους προβλήματα οι πολιτικοί αρχηγοί» διαμηνύει και καταθέτει τη θέση του ότι «η πόλωση παράγεται από την έλλειψη εναλλακτικής πολιτικής πρότασης και αποτελεί φύλλο συκής για αυτό ακριβώς το έλλειμμα που έχει η αντιπολίτευση». Ενδεικτικώς, μάλιστα, «οι προτάσεις τους για την οικονομία οδηγούν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό» αναφέρει.
Απαντώντας στο αίτημα της αντιπολίτευσης για εθνικές κάλπες, ο υπουργός Επικρατείας τονίζει ότι «η χώρα και η οικονομία έχουν ανάγκη από πολιτική σταθερότητα μετά από μια υπερδεκαετή σκληρή δοκιμασία. Πάνω που αρχίσαμε να πατάμε σε σταθερό έδαφος, να πετυχαίνουμε αυτό που ονομάστηκε "ελληνικό θαύμα", την ανάκαμψη δηλαδή της οικονομίας που σημαίνει δυνατότητες για στήριξη των πολιτών, πρωτίστως των πιο ευάλωτων, θα πατήσουμε φρένο για να ξαναστήσουμε -μέσα σε ένα χρόνο!- κάλπες;» διερωτάται.
Ενώ για το δίλημμα της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, δηλώνει ότι «η ευρω-αναμέτρηση του Ιουνίου έχει διπλή πολιτική βαρύτητα. Αφενός κρίνεται η ελληνική εκπροσώπηση στην Ευρωβουλή και στις σημαντικές μάχες που θα δοθούν την επόμενη πενταετία σε πολλά επίπεδα». Στην ίδια κάλπη, όμως, συνεχίζει, «θα ζυγιστεί και η πολιτική σταθερότητα αλλά και η συνέχεια μιας πορείας που, παρά τις δυσκολίες, μας οδηγεί μπροστά». Τούτου δοθέντος, «μπορεί, λοιπόν, να μην ψηφίσουμε για το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα -αυτό κρίθηκε και ηχηρά τον περασμένο Ιούνιο- ωστόσο το αποτέλεσμα της επικείμενης ευρωκάλπης θα παίξει ρόλο στο πώς θα συνεχίσει να κυβερνάται η χώρα. Θα είναι μια οιονεί ανανέωση της επιθυμίας των πολιτών να φύγουμε μπροστά ή να γυρίσουμε πίσω;» είναι το ερώτημα που θέτει ο υπουργός Επικρατείας.
Σε άλλο δε, σημείο της συνέντευξης, ξεδιπλώνει τον χάρτη των μεταρρυθμίσεων του τρέχοντος έτους λέγοντας: «Περισσότερες από 220 μικρές και μεγάλες μεταρρυθμίσεις και σχεδόν 270 δημόσιες επενδύσεις περιλαμβάνουν τα ετήσια σχέδια δράσης του 2024».
Για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, υπογραμμίζει το χρέος «να συμβάλλουμε -καθείς από τη θέση του- με νηφαλιότητα στην αναζήτηση της αλήθειας και να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξανασυμβεί τέτοιο δυστύχημα. Ποτέ. Έχοντας εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Έτσι θα τιμήσουμε τους νεκρούς. Όχι με το να πλειοδοτούμε σε τοξικότητα και σε συνωμοσιολογικές φαντασιοκοπίες».
Παραδέχεται, ωστόσο, ότι «δεν μιλήσαμε από την πρώτη στιγμή και με τρόπο συστηματικό για την τραγωδία και τα αίτιά της. Δεν μιλήσαμε όσο θα έπρεπε, εμπιστευόμενοι και συνεπικουρώντας τη Δικαιοσύνη που διερευνά την υπόθεση. Και πάνω σε αυτό το κενό πληροφόρησης "φύτρωσαν" σταδιακά τα πιο απίθανα σενάρια συνωμοσίας που διακινήθηκαν από τους καθ' έξιν πολιτικούς διακινητές τέτοιων τερατολογιών». Ειδικώς, τέλος, για το δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα» για τη «μονταζιέρα», υποστηρίζει ότι η υπεραντίδραση «δεν ήρθε από την κυβέρνηση αλλά από την αντιπολίτευση με την κατάθεση αυτής της "παράδοξης" πρότασης δυσπιστίας».