Την προσέλκυση επενδύσεων, σε κάθε κομμάτι της οικονομίας που «κινείται», θέτει ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την επόμενη ημέρα της χώρας, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, και υποψήφιος στο Νότιο Τομέα της Β’ Αθηνών, Μπάμπης Παπαδημητρίου σε συνέντευξή του στο Business Daily.
Ο κ. Παπαδημητρίου χαρακτηρίζει παλιομοδίτικες τις αντιλήψεις περί χρηματιστικών και μη παραγωγικών επενδύσεων, όπως οι εξαγορές και το real estate, σημειώνοντας ότι η προσέλκυση επενδύσεων θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία αναδεικνύοντας αξίες, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερες αμοιβές και τελικά πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Σημειώνει τον κρίσιμο ρόλο των διοικητικών δικαστηρίων και την ανάγκη οι δικαστές να δουν με άλλο μάτι τον ρόλο τους, αλλά και άλλων ζητημάτων όπως οι φορολογικές διαφορές για το επιχειρείν. Τονίζει την ανάγκη ένταξης των μεταναστών με μεγαλύτερη ευελιξία στο παραγωγικό δυναμικό και την ανάγκη συνέχισης της διαδικασίας εξυγίανσης των τραπεζών.
Τέλος, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποκαλούμενου αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου και στην αποδόμηση της αντιμνημονιακής ρητορικής ως δημοσιογράφος του ΣΚΑΙ, περιγράφει εκείνη την ταραγμένη περίοδο, τις πιέσεις που δέχθηκε και τη δικαίωση που ακολούθησε.
Τα πάντα για τις επενδύσεις – Γιατί θα κάνουν τη διαφορά
Το θέμα των επενδύσεων και τη σημασία τους για την εγχώρια οικονομία ανοίγει τη κουβέντα μας, με τον κ. Παπαδημητρίου να επισημαίνει κάτι που ίσως ξενίσει πολλούς: «Ό,τι είναι επένδυση είναι καλό. Ασφαλώς ενταγμένο σε κανόνες, σχεδιασμό και το θεσμικό πλαίσιο αλλά όλη μας η προσοχή σαν χώρα πρέπει να επικεντρωθεί στην προσέλκυση επενδύσεων. Οι επενδύσεις θα κάνουν τη μεγάλη διαφορά για την εγχώρια οικονομία: θα εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης, θα φέρουν καλύτερες αμοιβές, θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό και την εξωστρέφεια της εγχώριας οικονομίας.
Πρέπει να αφήσουμε την γκρίνια περί καλών και κακών επενδύσεων και τις παρωχημένες αντιλήψεις ότι οι επενδύσεις σε real estate ή οι εξαγορές δεν αποτελούν ας πούμε καλές επενδύσεις. Η εποχή μας δεν είναι επενδύσεις σε φουγάρα. Η εξαγορά δεν αποτελεί χρηματιστηριακή κίνηση. Είναι μια βαριά επένδυση στη χώρα που οδηγεί σε βελτίωση της χρηματοοικονομικής δομής μιας επιχείρησης, άρα και της ικανότητας της επιχείρησης να δανειστεί περισσότερο ώστε, κατά κανόνα, να αναδειχθούν οι κρυφές της αξίες.
Το ίδιο ισχύει για τις επενδύσεις στα ακίνητα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη χώρα να έρχονται επενδυτές και να αποτιμάται σε ολοένα και υψηλότερες τιμές το stock ακινήτων της χώρας. Τα ακίνητα παίζουν έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην αποτίμηση γενικότερα της χώρας αλλά και του τραπεζικού συστήματος, αφού αποτελούν το πιο παλιό και σίγουρο ενέχυρο δανεισμού. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων σε ακίνητα στην Ελλάδα αφορούν εμπορικά ακίνητα».
Παρωχημένη η κριτική Σημίτη περί καλών - κακών επενδύσεων
«Πρέπει να αξιοποιήσουμε ό,τι “κουνιέται”. Κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει ότι δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Γίναμε όμως και αυτό όχι έφερε θέσεις εργασίας, έφερε σημαντικές επενδύσεις, έφερε δυναμικές επιχειρήσεις, αξιοποίησε την ακίνητη περιουσία. Έφερε δηλαδή πλούτο για τους ανθρώπους αυτής της χώρας. Προφανώς όλα πρέπει να γίνουν με σεβασμό στο περιβάλλον –αυτά που διαβάζουμε για τα αυθαίρετα στη Μύκονο δεν αποτελούν επενδύσεις, αλλά καταστροφή του τουρισμού.
Και πραγματικά λυπάμαι για όλα αυτά τα εντελώς παλιομοδίτικα που ακούω από ανθρώπους που εκτιμώ, όπως ο Κώστας Σημίτης και τα επαναλαμβάνει ο Κρητικός, μάλιστα, Νίκος Ανδρουλάκης.
Δείτε τη μεταμόρφωση του λιμανιού του Πειραιά, και την αναβάθμιση του ρόλου του στην Ευρώπη, μετά την εξαγορά της εταιρείας από την COSCO. Είναι μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές επιχειρήσεις και την οικονομία οι εξαγορές».
Τα ατελείωτα ελληνικά εμπόδια – Το πρόβλημα της Δικαιοσύνης
Το ερώτημα βέβαια που ανακύπτει είναι το κατά πόσο, παρά τις προθέσεις και τα σχέδια αλλά και τις ευκαιρίες που υπάρχουν, η χώρα σαν διοικητικός μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει στην κατεύθυνση της προσέλκυσης επενδύσεων. Ή αν λειτουργεί σαν τροχοπέδη.
«Ασφαλώς υπάρχουν προβλήματα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, πιστεύω βαθιά ότι, όσο περισσότερες επενδύσεις γίνονται στη χώρα, όσα περισσότερα παραγωγικά σχήματα αναπτύσσονται στην Ελλάδα, τόσο εντείνεται η πίεση για ταχύτερο εκσυγχρονισμό του κρατικού μηχανισμού.
Αυτό που δεν φαίνεται να έχουν καταλάβει οι Έλληνες δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν πλήρους αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, είναι ότι όσο επιμένουν να μην ανταποκρίνονται στα standards που επικρατούν στις καλές χώρες τόσο χάνονται δουλειές, άρα υποβαθμίζεται και η δική τους δουλειά. Γιατί οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις για μεγάλες συμφωνίες και συμβάσεις βάζουν ξένα δικαστήρια ως αρμόδια να επιληφθούν αν προκύψουν προβλήματα και διαφωνίες νομικής φύσης. Το κάνουν γιατί δεν εμπιστεύονται τα ελληνικά δικαστήρια κυρίως ως προς την ικανότητα τους να ανταποκριθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Πρέπει να επικεντρωθούμε στα διοικητικά δικαστήρια. Μας ενδιαφέρουν πολύ τα διαιτητικά δικαστήρια και η διαιτητική διαδικασία. Είναι πολύ κρίσιμος τομέας για τη σωστή λειτουργία της οικονομίας και των επιχειρήσεων».
Φορολογικές διαφορές: Κάνοντας τη ζωή των επιχειρήσεων δύσκολη
Απο τα προβλήματα που ταλαιπωρούν την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα ο κ. Παπαδημητρίου ξεχωρίζει την ακαμψία και τις παρωχημένες αντιλήψεις του φορολογικού μηχανισμού.
«Εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρος για τις επιχειρήσεις είναι οι φορολογικές διαφορές. Και μιλάω όχι για σύνθετες υποθέσεις αλλά για τις τρέχουσες φορολογικές διαφορές. Δηλαδή, έρχεται η ΑΑΔΕ κάνει έναν έλεγχο – έχεις αντίρρηση. Αυτό πρέπει να λύνεται πολύ γρήγορα. Εκεί νομίζω ότι η ΑΑΔΕ, παρά τα μεγάλα βήματα βελτίωσης που έχουν πραγματοποιηθεί, θα πρέπει να απελευθερωθεί από το κακό παρελθόν της εφορίας. Δεν μπορεί η εφορία στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, που είναι ιερό αναμφισβήτητα, να επιμένει ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση, επιζητώντας το δημόσιο συμφέρον, έχει πάντα δίκιο, δεν συμβιβάζομαι ποτέ και τελικά το μόνο που πετυχαίνουμε είναι η οικονομία να φρενάρει και να χάνει ευελιξία.
Πρέπει τα φορολογικά θέματα να επιλύονται γρήγορα και με διαφάνεια όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση. Ταχύτερη επίλυση των διαφορών, περισσότεροι συμβιβασμοί.
Είναι μια γενικότερη στάση του δημοσίου αυτή. Φτάσαμε στο τραγικό, απαράδεκτο, το οποίο ένιωσα ως πολιτικός, το ότι το Δημόσιο στη δίκη για το Μάτι και επιδιώκοντας να υπερασπιστεί το συμφέρον του, που είναι να μην πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις, να λέει τρελά πράγματα στη δίκη για τα θύματα. Με συγχωρείτε, είναι απαράδεκτα πράγματα να αρνούμαστε τις ευθύνες του κράτους στο όνομα του στενότατα εννοούμενου συμφέροντός του. Κατανοώ τις νομικές δυσκολίες αλλά οφείλουμε να το αλλάξουμε στην κατεύθυνση της απόδοσης δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων».
Υπάρχει πολιτική συναίνεση στην Ελλάδα
Σταθερό ερώτημα που έρχεται συχνά – πυκνά στο δημόσιο διάλογο είναι κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τον εκμοντερνισμό της χώρας και την αναβάθμιση του ρόλου τους μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.
«Παρά τα όσα λέγονται δημόσια, ειδικά τώρα που βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, οι βασικές πολιτικές συνεννοήσεις είναι σε πολύ καλύτερο σημείο σε σχέση με το παρελθόν. Το πού βρίσκεται η χώρα σήμερα, οι βασικοί άξονες, έχουν τεθεί εδώ και πολλά χρόνια με κοινή στάση των περισσοτέρων, πλέον, πολιτικών δυνάμεων. Η βασική επιλογή της Ελλάδος, η ένταξη στην ευρωζώνη, ήταν επιλογή που ξεκίνησε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, είχε όμως την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ και του τότε Συνασπισμού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αγόρευσε αναλυτικά, σε εκείνη την ιστορική συνεδρίασης της Βουλής, γιατί πρέπει να υιοθετήσουμε την συνθήκη του Μάαστριχτ. Δεν είναι τυχαίο ότι από τότε και μετά η χώρα μπήκε σε ένα δρόμο.
Η χώρα προχωρά μπροστά και η επαναστατική γυμναστική δεν έχει νόημα. Θα σας πω ένα παράδειγμα με τα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Κάποτε γίνονταν απεργίες για τις απεργίες, με τους συνδικαλιστές να έχουν μια πολύ στείρα πολιτική. Σήμερα οι εργαζόμενοι είχαν ενεργό ρόλο στην επανεκκίνηση των ναυπηγείων με την είσοδο επενδυτή».
Κίνδυνος οι αντιλήψεις του χθες
Σε ότι αφορά τις δυσκολίες, τους κινδύνους και τα εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας ο κ. Παπαδημητρίου ξεχωρίζει τις κυρίαρχες νοοτροπίες: «Η μεγάλη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Ελλάδας είναι η χώρα να συνεχίσει να προσδιορίζεται πολιτικά από τα συμφέροντα ανθρώπων οι οποίοι δεν βγάζουν τα κέρδη τους καθαρά, αλλά για να πετυχαίνουν κάποιο αποτέλεσμα επειδή κλέβουν την εφορία. Αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα. Γιατί κρατά τις εταιρείες μη ανταγωνιστικές, χωρίς πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, χωρίς δυνατότητες να δημιουργήσουν αξίες. Είναι τεράστιο πρόβλημα. Έχουμε περίπου 600.000 επιχειρηματίες, ίσως και ένα εκατομμύριο, που είναι ουσιαστικά αυτοαπασχολούμενοι και έχουν συνηθίσει να λειτουργούν σε μια γκρίζα ζώνη. Αυτό δεν είναι βιώσιμο. Θα πρέπει να συνεργαστούν, να ενταχθούν σε ευρύτερα δίκτυα, να δημιουργήσουν μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα και να λειτουργούν με όρους αγοράς. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να μειώσουμε ακόμα περισσότερο τους φορολογικούς συντελεστές και να αυξήσουμε τις ποινές».
Να δώσουμε ευκαιρίες στους μετανάστες
Στο μεταναστευτικό ο κ. Παπαδημητρίου σημειώνει ότι πρόκειται για έναν από τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα τονίζοντας την ανάγκη ελέγχου των ροών, με κινήσεις όπως η δημιουργία του φράκτη στον Έβρο. Ωστόσο, υπογραμμίζει την ανάγκη ένταξης των μεταναστών στην αγορά εργασίας με μεγαλύτερη ευελιξία.
«Πρέπει να βρούμε ένα καθεστώς για την ένταξη των μεταναστών στην οικονομία. Προσωπικά, συμφωνώ με τη θέση του κ. Τσίπρα ότι πρέπει να ξαναδούμε το Δουβλίνο ΙΙ. Πρέπει να δίνουμε την ευκαιρία σε όσους επιθυμούν να δουλέψουν, να μπορούν να δουλέψουν με καθεστώς νομιμότητας και διαφάνειας. Διότι τώρα φθάνουν στην Ελλάδα και μέχρι να κριθεί αν θα γίνουν δεκτή η νομιμότητα της παραμονής τους ως μετανάστες λαμβάνουν προσωρινά χαρτιά, ωστόσο δεν μπορούν να εργαστούν νόμιμα στις επιχειρήσεις, με κρατήσεις, ενώ απολαμβάνουν της κοινωνικής προστασίας. Έχουμε αγκυλώσεις άλλων εποχών. Αυτά πρέπει να αλλάξουν. Έχεις ένα δυναμικό που πρέπει να το αξιοποιήσεις. Και αν ο άλλος θέλει να δουλέψει, να προκόψει και δει ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος που δίνει ευκαιρίες μπορεί να μείνει και να είναι χρήσιμος στην κοινωνία, με την τήρηση των δικών μας νόμων. Αυτή τη στιγμή, έχουμε ανταγωνισμό προσέλκυσης μεταναστών. Η Ιταλία μας παίρνει εργάτες, στους οποίους έχουμε δώσει δικαίωμα παραμονής στην Ελλάδα και η Ιταλία χάνει μετανάστες από τη Γερμανία, επειδή η τελευταία πληρώνει καλύτερα. Πρόκειται για παραλογισμό».
Απέχουν από την κανονικότητα οι τράπεζες
Σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα, υπενθυμίζει ότι ακόμα απέχουμε από την κανονικότητα. «Οι τράπεζες πηγαίνουν καλά ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα κεφάλαια τους εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τον αναβαλλόμενο φόρο. Και δυστυχώς τα δυο άλλα μεγάλα κόμματα που έχουν πιθανότητες να μετέχουν σε κυβέρνηση, αν τρελαθεί η κάλπη, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, λένε πράγματα που θα τινάξουν στον αέρα τις τράπεζες σε διάστημα λίγων μηνών και θα μας πάνε πολύ πίσω.
Οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να εκσυγχρονίζουν τις δομές τους και παράλληλα να βοηθήσουν το κομμάτι των επιχειρήσεων που επιμένει να λειτουργεί σε καθεστώς αδιαφάνειας, δίνοντας όμως ταυτόχρονα ρευστότητα στις επιχειρήσεις που προχωρούν σωστά. Πρέπει να βλέπουν και να βρίσκουν καλούς πελάτες και να τους προσέχουν. Δεν γίνεται οι καλοί πελάτες να πληρώνουν για τους κακοπληρωτές».
Η αντιμνημονιακή υστερία και τα μεγάλα λάθη Τόμσεν
Για τη μεγάλη περιπέτεια της κρίσης, τα μνημόνια, τον κομματικό διαγκωνισμό και τον διχασμό της κοινωνίας σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, επισημαίνει τα μεγάλα λάθη της ελληνικής πλευράς, αλλά και του ΔΝΤ. Μας περιγράφει ακόμα τις δύσκολες ημέρες, ως σχολιαστής στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ, την αγωνία του να μεταφέρει στους πολίτες τους κινδύνους που έβλεπε και πώς τον αντιμετωπίζουν σήμερα άνθρωποι που είχαν ταχθεί στην αντιμνημονιακή πλευρά.
«Ήταν μια ιστορική ευκαιρία, που χάθηκε αρχικώς, να πάρει η Ελλάδα μόνη της τα μέτρα που απαιτούνταν, λιτότητας και εξυγίανσης, πριν φτάσουμε στο αδιέξοδο των μνημονίων. Δηλαδή να μην μας δανείζουν οι αγορές και να χρειαστεί τελικά να μας σώσουν οι Ευρωπαίοι. Έπρεπε να έχουμε διαγνώσει τους κινδύνους αυτούς και επιπλέον να έχουμε αντιληφθεί πως η Ευρώπη δεν είχε τους μηχανισμούς, τις δομές, να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση.Υπήρχαν πολιτικοί περιορισμοί που επίσης αγνοήσαμε. Οι περισσότεροι δεν τα είδαν αυτά, κάποιοι όμως τα βλέπαμε και εγώ "γκρίνιαζα" επισημαίνοντας τους, κρυφούς ακόμη τότε, κινδύνους.
Από τη στιγμή που μπήκαμε σε μνημόνιο τα δικά μας λάθη, τα ελληνικά, ήταν πολύ λιγότερα. Τα περισσότερα λάθη είναι στην πλευρά όσων ανέλαβαν τη διάσωση της Ελλάδας. Το τεράστιο λάθος ήταν ότι το ΔΝΤ ήρθε με βάση τους απολύτως δικούς του υπολογισμούς, δεν καταδέχθηκε ποτέ να συζητήσει, να ακούσει και να αξιολογήσει τις δικές μας απόψεις για τα προβλήματα. Αγνόησαν τις ελληνικές υπηρεσίες, ακόμη και ανθρώπους που είχαν βαθιά γνώση της κατάστασης και των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Δεν κατάλαβαν οι άνθρωποι του ΔΝΤ, και κυρίως ο Πολ Τόμσεν, που είχε και προσωπική ευθύνη, δεν κατάλαβαν ότι αν πίεζες την ελληνική οικονομία με μεγάλες περικοπές το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην κατεύθυνση της ύφεσης θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έλεγαν τα μοντέλα του Ταμείου. Κάποια στιγμή, το 2015, το ΔΝΤ αναγνώρισε το λάθος του, αλλά τότε ήμασταν ήδη παραδομένοι στην τρέλα του πρώτου εξαμήνου των Τσίπρα – Βαρουφάκη. Ήταν μια αυτοκριτική του Ταμείου που ήρθε καθυστερημένα.
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να διαγνώσουμε έγκαιρα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των κινδύνων που μας απειλούσαν και η χώρα διολίσθησε σε μια περίοδο όπου επενδύθηκαν πολλά σε λαϊκισμό, κυβερνητικό και κομματικό, ενώ, από την άλλη πλευρά, είχαμε ένα ΔΝΤ που λειτούργησε μηχανιστικά και μια Ευρώπη εντελώς απροετοίμαστη. Έμαθαν στην πλάτη μας, μετά. Η Ευρώπη έμαθε να διαχειρίζεται κρίσεις στην πλάτη μας, όχι μόνο τη δικιά μας αλλά και άλλων κρατών, κυρίως όμως στη δική μας.
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που έπεσαν σε κρίση βρήκαν ένα τρόπο συνεννόησης και αντιμετώπισαν από κοινού κυβέρνηση – αντιπολίτευση τις προκλήσεις. Εδώ διολισθήσαμε σε έναν χωρίς προηγούμενο κομματικό λαϊκισμό που έφερε τελικά την καταστροφή του 2015.
Προσωπικά βρέθηκα στην πολύ δύσκολη θέση να προσπαθώ να πω τα πράγματα όπως τα έβλεπα και να πω αλήθειες, κατά τη γνώμη μου, και αυτό μέσω της τηλεόρασης, δηλαδή σε περιορισμένο χρόνο, όπου δεν έχεις την πολυτέλεια της γραπτής ανάλυσης. Βρέθηκα στην πολύ δύσκολη θέση να επισημαίνω κινδύνους που ενοχλούσαν, που χαλούσαν αφηγήματα.
Τι μένει από όλα αυτό; Πάρα πολλοί άνθρωποι που συναντώ μού λένε ότι εσύ έλεγες αυτό που πίστευες και τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν σωστό και εμείς τότε δεν το καταλαβαίναμε. Ήμασταν απέναντι, πολλές φορές βρίζαμε, άλλα είχες δίκιο. Η αναγνώριση αυτή είναι μια ηθική ικανοποίηση που, ακόμα και αν μόνο αυτό είχα πάρει από την συμμετοχή μου στην πολιτική, θα μου ήταν αρκετό».