Πλώρη για αύξηση της ενίσχυσης των καταναλωτών απέναντι στις ανοδικές τάσεις των τιμών της ενέργειας φαίνεται πως βάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο αρκετές είναι οι φωνές εκείνες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα μίας τέτοιας στρατηγικής, μιλώντας για την προώθηση, τελικά, ενός φαύλου κύκλου αυξήσεων των τιμών που θα οδηγήσει στην ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερες επιδοτήσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις έως σήμερα διαρροές, το σχέδιο που φαίνεται πως κρίνει ως το πιθανότερο η Κομισιόν για την αντιμετώπιση των μεγάλων αυξήσεων των τιμών της ενέργειας ακολουθεί τη λογική του ελληνικού μοντέλου που τρέχει ήδη. Στις προτάσεις αυτές της Κομισιόν εντάσσεται ένα ανώτατο όριο τιμής για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που δε βασίζονται στο φυσικό αέριο.Το μέτρο θα ισχύει για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, όπως αιολικά και ηλιακά πάρκα και πυρηνικούς σταθμούς, οι οποίοι έχουν χαμηλότερο κόστος λειτουργίας από τους σταθμούς αερίου.
Όπως συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει ότι η διαφορά που θα συγκεντρώνεται από το πλαφόν ανά τεχνολογία παραγωγής και την τιμή πώλησης της τελευταίας μονάδας που μπαίνει στο σύστημα –που είναι μονάδες φυσικού αερίου– και καθορίζει την τιμή για την αγορά της επόμενης ημέρας, θα οδηγείται στα κρατικά ταμεία. Με τον τρόπο αυτό θα καλύπτεται η στήριξη των καταναλωτών απέναντι στις αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι εθνικές κυβερνήσεις «θα είναι υποχρεωμένες να μοιράζονται τα έσοδα που προκύπτουν με τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό τη μείωση των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας τους», σημειώνεται σε σχετικό έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διέρρευσε σε μεγάλα δημοσιογραφικά πρακτορεία.
Παρά την πρόταση αυτή, η ίδια η Κομισιόν αναφέρει πως μία τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να οδηγήσει σε οριστική λύση στο ενεργειακό και οικονομικό πρόβλημα της Ευρώπης αλλά θα περιορίσει βραχυπρόθεσμα τις αυξήσεις. Όπως επισημαίνει η Κομισιόν, τα μέτρα αυτά «μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, ιδίως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών, αλλά δεν θα επαναφέρουν τις τιμές της ενέργειας στα προ της κρίσης επίπεδα ούτε θα εξαλείψουν τις σημαντικές επιπτώσεις της κρίσης τόσο στον πληθωρισμό όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της».
Λύση ή φαύλος κύκλος;
Ήδη πριν από τη διαφαινόμενη στροφή της Κομισιόν προς την παραπάνω στρατηγική, αρκετές είναι οι χώρες που έχουν θεσπίσει μόνες τους τέτοια μέτρα – όχι χωρίς δημοσιονομικό κόστος ωστόσο. Ενδεικτική η περίπτωση της χώρας μας, όπου υπάρχουν μεν τεράστιες μειώσεις των αυξήσεων των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να ξεπερνούν και το 90%, ωστόσο δεν αρκούν μόνο τα υπερκέρδη για να καλύψουν τις επιδοτήσεις αλλά αντιθέτως υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση και στον κρατικό προϋπολογισμό, που δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Πιο αναλυτικά, τον Σεπτέμβριο, η ανάκτηση υπερκερδών κάλυψε 1,2 δισ. της συνολικής επιδότησης και απαιτήθηκαν άλλα 700 εκατ. ευρώ από τον προϋπολογισμό για να περιορισθούν κατά 94% οι αυξήσεις.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο αναλυτής του ευρωπαϊκού think tank CEPS, Ντάνιελ Γκρος, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι οι μόνες που προσπαθούν να προστατεύσουν τους καταναλωτές από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Ορισμένοι μεγάλοι ασιατικοί εισαγωγείς, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, έχουν επίσης θεσπίσει μέτρα για να περιορίσουν τις αυξήσεις τιμών που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Μάλιστα, όπως σημειώνει, αυτός μπορεί να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ασιατική ζήτηση φυσικού αερίου έχει μέχρι στιγμής μειωθεί ελάχιστα και γιατί οι τιμές του φυσικού αερίου spot συνέχισαν να αυξάνονται.
Και είναι ακριβώς στο σημείο της ζήτησης και της κατανάλωσης που εντοπίζεται η αδυναμία του σχεδίου αυτού, σύμφωνα με τον Γκρος. Αυτό γιατί, παρά το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και ξεχωριστά τα κράτη – μέλη προωθούν πολιτικές μείωσης της κατανάλωσης, το σύστημα των επιδοτήσεων στέλνει διαφορετικό μήνυμα στους καταναλωτές. Με τον τρόπο αυτό, τελικά η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και κατ’επέκταση και φυσικού αερίου θα μειωθεί πολύ λιγότερο καθώς οι καταναλωτές, ενισχυμένοι από τις επιδοτήσεις θα είναι λιγότερο διατεθειμένοι να χαμηλώσουν τον θερμοστάτη τους ή να κάνουν πιο σύντομο ζεστό ντους.
Σύμφωνα με τον Γκρος αυτό θα οδηγήσει με τη σειρά του σε μεγαλύτερες ανάγκες εισαγωγών και ειδικά LNG απ’ ό,τι αν οι καταναλωτές αναγκάζονταν να πληρώσουν υψηλότερες τιμές ενέργειας. Η υψηλότερη ζήτηση εισαγωγών από την Ευρώπη θα ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις παγκόσμιες τιμές του LNG αυξάνοντας και τον λογαριασμό που θα πληρώσει η ΕΕ.
Η αύξηση των τιμών εισαγωγής ωθεί στη συνέχεια τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να αυξήσουν την επιδότηση. Οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού της εγχώριας τιμής θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μια αλυσίδα ολοένα υψηλότερων τιμών spot και υψηλότερων ποσοστών επιδότησης για να διατηρηθεί η τιμή για τους καταναλωτές σε χαμηλά επίπεδα. Οι επιδοτήσεις σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσαν να έχουν τόσο ισχυρό αντίκτυπο στις τιμές των εισαγωγών που τελικά αυξάνουν τις τιμές καταναλωτή ούτως ή άλλως, επειδή η αύξηση της τιμής εισαγωγής ουσιαστικά υπερκαλύπτει την επιδότηση. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο.
Στόχευση στη μείωση της κατανάλωσης
Μόνη «σωτηρία» στο πρόβλημα αυτό είναι για το CEPS κοινές πολιτικές περιορισμού της κατανάλωσης και εξοικονόμησης ενέργειας για το σύνολο της ΕΕ και μάλιστα όχι σε εθελοντική βάση προκειμένου να σταθεροποιηθούν – στο βαθμό που είναι εφικτό – οι τιμές και να περιοριστούν συνάμα και οι ενεργειακές ανάγκες.
Με τη λογική αυτή, περισσότερο νόημα και αποτελεσματικότητα θα είχε μία πολιτική επιδότησης της μείωσης της κατανάλωσης (όπως φαίνεται ότι θα προταθεί στους μεγάλους ενεργοβόρους καταναλωτές όπως οι βιομηχανίες). Και πάλι, όμως, πρόκειται για μία στρατηγική που μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν η ΕΕ λειτουργήσει πραγματικά σαν ένωση και αυτό αποτελέσει κοινό μέτρο για όλους. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν μόνο ένα κράτος μέλος, για παράδειγμα, εφαρμόσει ένα τέτοιο σύστημα, θα επωμιστεί το πλήρες δημοσιονομικό κόστος, ενώ η υπόλοιπη ΕΕ θα κέρδιζε (έστω και οριακά) από τις χαμηλότερες τιμές εισαγωγής. Ωστόσο, το CEPS προτείνει και ένα ακόμα μέτρο για να ενθαρρυνθεί η εξοικονόμηση ενέργειας που θα ήταν να προσφερθεί στα νοικοκυριά πλαφόν για την κατά κεφαλήν κατανάλωση ανά νοικοκυριό που αν ξεπερνιόταν ο καταναλωτής θα πλήρωνε την πλήρη τιμή της αγοράς.
Η λογική αυτή, της στόχευσης στην μείωση της κατανάλωσης με ανάλογες πολιτικές έχει ήδη εκφραστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον περασμένο μήνα. Το ΔΝΤ είχε συμβουλεύσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διατηρήσουν το δίχτυ ασφαλείας μόνο για τα φτωχότερα νοικοκυριά περνώντας το πραγματικό ενεργειακό κόστος στους καταναλωτές προκειμένου να ενθαρρύνουν την «εξοικονόμηση ενέργειας». Όπως είχε μάλιστα δηλώσει η Oya Celasun, υψηλόβαθμο στέλεχος του ευρωπαϊκού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι χώρες που έχουν προχωρήσει σε επιδοτήσεις, ελέγχους τιμών και φορολογικές μειώσεις «θα πρέπει να επιτρέψουν την πλήρη αύξηση του κόστους των καυσίμων να περάσει στους τελικούς χρήστες για να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων».