«Πράσινο» στο σχέδιο «Ηρακλής» ανάβει, με τη νομική της γνωμοδότηση που δημοσιεύθηκε σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ζητώντας πάντως αρκετές διορθώσεις σε επιμέρους διατυπώσεις του νομοσχεδίου που κατέθεσε το υπ. Οικονομικών στη Βουλή χθες το βράδυ.
Η ΕΚΤ διευκρινίζει ότι στη γνωμοδότησή της δεν περιλαμβάνονται αξιολογήσεις για το κρίσιμο θέμα της κανονιστικής μεταχείρισης των εγγυήσεων του Δημοσίου, που αποτελεί ζήτημα εποπτείας, από το οποίο θα εξαρτηθεί και το αν θα έχουν μηδενική στάθμιση κινδύνου οι τίτλοι που θα εγγυηθεί το Δημόσιο.
Εξάλλου, αφήνοντας αιχμές για την τακτική του υπ. Οικονομικών, το οποίο, όπως έχει επισημάνει το businessdaily, άργησε να έλθει σε διαβούλευση με την εποπτική αρχή, η ΕΚΤ «προτείνει την ουσιαστική και έγκαιρη διαβούλευση της αιτούσας αρχής με όλους τους οικείους φορείς, περιλαμβανομένων των εποπτικών αρχών, καθώς τέτοιου είδους διαβουλεύσεις είναι πιθανόν να ρίξουν φως σε πτυχές του σχεδίου νόμου που κατά τα λοιπά ενδέχεται να μην καθίστανται άμεσα αντιληπτές».
Ειδικότερα, η ΕΚΤ σημειώνει ότι «η αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει καταστεί για πολλούς λόγους μία από τις εποπτικές της προτεραιότητες μετά την έναρξη λειτουργίας του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού» και προσθέτει ότι «η μεταβίβαση του κινδύνου μέσω της πώλησης ή της τιτλοποίησης περιουσιακών στοιχείων και της χρήσης λοιπών μέτρων αποτελεί σημαντικό στοιχείο της εργαλειοθήκης που διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα για την αποτελεσματική μείωση των ΜΕΔ».
Όπως τονίζει η ΕΚΤ, «ο προσεκτικός σχεδιασμός ενός προγράμματος που εκ του αποτελέσματος θα λειτουργήσει ως κίνητρο για τη μεταφορά των σχετικών κινδύνων εκτός των ισολογισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων πρόκειται γενικά να έχει θετική επίδραση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στη μείωση των επιπέδων ΜΕΔ».
Για το σχέδιο, σημειώνεται ότι «η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται το προβλεπόμενο στο σχέδιο νόμου πρόγραμμα ως πρόγραμμα στο οποίο οι τράπεζες μπορούν να προσχωρήσουν οικειοθελώς στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων ΜΕΔ. Στην παρούσα γνώμη δεν αξιολογείται η κανονιστική μεταχείριση της εγγύησης του Δημοσίου κατά το σχέδιο νόμου».
Οι ειδικές παρατηρήσεις
Στις ειδικές παρατηρήσεις της, η ΕΚΤ τονίζει ότι «η ανάγκη ασφάλειας δικαίου επιτάσσει σαφήνεια στη διατύπωση των διατάξεων του σχεδίου νόμου. Η επίτευξη ασφάλειας δικαίου είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι: i) το πρόγραμμα θα προσελκύσει σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον από τρίτους, ιδίως όσον αφορά τις ομολογίες χαμηλής προτεραιότητας και, εφόσον εκδίδονται τέτοιες, τις ομολογίες μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας, η διάθεση των οποίων αναμένεται ότι θα συνδράμει τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να επιτύχουν σημαντική μεταβίβαση του κινδύνου με λογιστικό διαχωρισμό∙ και ii) θα αποσοβηθούν διαφωνίες ή/και ένδικες διαφορές ως προς το κύρος, το ύψος, τη διάρκεια και λοιπά χαρακτηριστικά των εγγυήσεων του Δημοσίου».
Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται ότι «ορισμένες διατάξεις του σχεδίου νόμου ενδέχεται να δημιουργήσουν νομική αβεβαιότητα και θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν αποτελεσματικά προς ενίσχυση της σαφήνειας και μείωση των κινδύνων. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να περιγραφούν με επαρκή σαφήνεια στο σχέδιο νόμου ή στη δευτερογενή νομοθεσία που πρόκειται να εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του ορισμένες πτυχές του, καθώς όλες τους θα επηρεάζουν την εκτελεστότητα της εγγύησης του Δημοσίου και, συνεπώς, και την εν γένει αποτελεσματικότητα του προγράμματος».
Μεταξύ άλλων, η ΕΚΤ ζητεί να περιγραφεί με σαφήνεια «η ακριβής διαδικασία που θα ακολουθείται από την υποβολή αιτήματος κατάπτωσης της εγγύησης ως την καταβολή του ποσού της, κατά τρόπο που θα διασφαλίζει την ιδιότητα της εγγύησης ως καταβλητέας «σε πρώτη ζήτηση» κατά τα οριζόμενα στο σχέδιο νόμου».
Για τη διάρκεια της εγγύησης του Δημοσίου, η ΕΚΤ σημειώνει ότι «το άρθρο 6 παράγραφος 7 του σχεδίου νόμου ορίζει ότι η εγγύηση του Δημοσίου χορηγείται έως την καθορισμένη λήξη των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Προτείνεται η εγγύηση να διαρκεί έως την ολοσχερή εξόφληση όλων των οφειλόμενων ποσών σε σχέση με τις εν λόγω ομολογίες».
Τέλος, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι «θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθεί η τακτική επανεξέταση και αξιολόγηση, από ειδική ανεξάρτητη οντότητα, της αποτελεσματικότητας του προγράμματος που θεσπίζεται με το σχέδιο νόμου σε σχέση με τους στόχους και τις βραχυμεσοπρόθεσμες επιπτώσεις των διατάξεών του στα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Εύλογος χρόνος για την αναθεώρηση της συνολικής λειτουργίας του νέου προγράμματος θα μπορούσε να είναι το ένα έτος από τη θέσπισή του».