Ένα «ταξίδι» εξομάλυνσης της νομισματικής της πολιτικής ξεκινά τον Ιούλιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αυξήσεις επιτοκίων, η πρώτη εκ των οποίων θα είναι 25 μονάδες βάσης, αλλά οι υπόλοιπες θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού, όπως ξεκαθάρισε η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ, αφήνοντας πάντως να εννοηθεί ότι για τον Σεπτέμβριο το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι μια αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα.
Όπως τόνισε η ΕΚΤ έλαβε στη σημερινή συνεδρίασή της, τρεις βασικές αποφάσεις:
- Πρώτον, αποφάσισε να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, στο σύνολό τους, τις πληρωμές κεφαλαίου από τους τίτλους που λήγουν και αγοράζονται στο πλαίσιο του APP για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
- Δεύτερον, προχώρησε σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που θα πρέπει να πληρούνται προτού ξεκινήσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αυτές έχουν ικανοποιηθεί. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με την αλληλουχία της πολιτικής της τράπεζας, σκοπεύει, να αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Όσον αφορά το μέλλον, αναμένεται ότι θα αυξήσει εκ νέου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η βαθμονόμηση αυτής της αύξησης των επιτοκίων θα εξαρτηθεί από τις επικαιροποιημένες μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό διατηρηθούν ή επιδεινωθούν, θα είναι σκόπιμη μια μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίασή του Σεπτεμβρίου.
- Τρίτον, μετά τον Σεπτέμβριο, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή εκτιμάται ότι θα είναι κατάλληλη μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σύμφωνα με τη δέσμευσή της ΕΚΤ για τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ο ρυθμός με τον οποίο θα προσαρμοστεί η νομισματική πολιτική θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα και από το πώς εκτιμάται ότι θα εξελιχθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.
«Έχουμε περάσει ένα διάστημα 11 ετών χωρίς αυξήσεις επιτοκίων και τώρα θα πρέπει να αλλάξουμε αυτήν την πολιτική. Η αλλαγή θα πρέπει να έχει μια διαβάθμιση, όχι απότομη και πάντα προσαρμοσμένη στα δεδομένα», δήλωσε η κα Λαγκάρντ, υποστηρίζοντας πως «αυτή η πολιτική θέλουμε να μας φέρει στον στόχο 2% (του πληθωρισμού)».
Απατώντας σε ερώτηση για το πώς θα μπορέσει η ΕΚΤ να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων, επανέλαβε ότι μπορεί να επιστρέψει στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ΡΕΡΡ όσο και να χρησιμοποιηθούν πρόσθετα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΚΤ ώστε να μην καταγραφεί «έκρηξη» αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, ιδιαίτερα των περισσότερο ευάλωτων χωρών.
«Έχουμε υποχρέωση να αποφύγουμε τον κατακερματισμό των αγορών στην ευρωζώνη. Παρακολουθούμε στενά την αγορά και διαθέτουμε ευελιξία στον τρόπο που ασκούμε την πολιτική αγορών μας. Ξέρουμε πώς να δημιουργούμε αλλά και πως να χρησιμοποιούμε νέα εργαλεία προς αυτόν τον σκοπό. Το έχουμε αποδείξει στο παρελθόν και θα το αποδείξουμε, εκ νέου, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο», σημείωσε.
Αναφορικά με την Ελλάδα, όπως τονίστηκε στην ανακοίνωση της ΕΚΤ θα συνεχιστεί η στήριξη για τα ελληνικά ομόλογα εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. Η ΕΚΤ τονίζει ότι: «Σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία ανά πάσα στιγμή σε διάφορες χρονικές περιόδους, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέραν των ανακυκλώσεων των εξοφλήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικοί κλυδωνισμοί που σχετίζονται με την πανδημία».
Οι εκτιμήσεις για πληθωρισμό και ανάπτυξη
Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ προχώρησαν σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών τους για τον πληθωρισμό και υποβάθμιση των αντίστοιχων για την ανάπτυξη, καθώς θεωρούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα πλήξουν σημαντικά τη ζήτηση. Όπως εκτιμούν, πληθωρισμός δεν πρόκειται να επιστρέψει κοντά στο 2% πριν από το 2025. Πιο συγκεκριμένα αναμένουν ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 6,8%, για να υποχωρήσει στο 3,5% το 2023 και να φθάσει στο 2,1% το 2024. Εξαιρουμένης ενέργειας και τροφίμων ο πληθωρισμός θα φθάσει φέτος στο 3,3%, στο 2,8% το 2023 και στο 2,3% το 2024.
Για την πορεία της οικονομίας αναμένουν ανάπτυξη 2,8% για το τρέχον έτος, υποχώρησή της στο 2,1% το 2023 και διατήρηση του ρυθμού του 2,1% και το 2024. Σημειώνεται ότι πρόκειται για υποβάθμιση των εκτιμήσεων, σε σύγκριση με τον Μάρτιο, για 2022 και 2023 αλλά για αναβάθμιση αυτής του 2024.