Σε υποβάθμιση της εκτίμησής της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος στο 2,9% έναντι 3,9% που εκτιμούσε τον Νοέμβριο, προχωρά η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), σε τακτική της έκθεση για τις οικονομίες τις οποίες καλύπτει. Παράλληλα, εκτιμά ότι η ανάπτυξη το 2023 θα επιταχυνθεί στο 3,5%, εκ νέου με μειωμένη πρόβλεψη κατά μία ποσοστιαία μονάδα, εξαιτίας και των αυξημένων εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αναφερόμενη στην Ελλάδα η EBRD τονίζει ότι η οικονομία ανέκαμψε έντονα το 2021, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,3% χάρη στην αύξηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης και τη μερική ανάκαμψη του τουριστικού τομέα, καθώς οι αφίξεις τουριστών διπλασιάστηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020, αν και παρέμειναν πολύ χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2019.
Η εμπιστοσύνη έχει επιστρέψει σε όλα τα τμήματα της οικονομίας, καθώς ο δείκτης οικονομικού κλίματος έφτασε τον Φεβρουάριο του 2022 στο 114, δηλαδή σε επίπεδα προ πανδημίας, ενώ ο δείκτης μεταποίησης ΡΜΙ διατηρείται σε υψηλά επίπεδα τους τελευταίους μήνες.
Η δυναμική ανάπτυξης σε ολόκληρο τον ελληνικό μεταποιητικό τομέα έχει επιβραδυνθεί το 2022, αλλά παραμένει σημαντική, με την παραγωγή του μεταποιητικού τομέα να αυξάνεται (αύξηση 2,6% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο του 2022). Η ανεργία συνέχισε να μειώνεται, φθάνοντας στο 13,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2021, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2010, και μειώθηκε περαιτέρω στο 11,9% τον Φεβρουάριο του 2022.
Υπάρχουν, όμως, κάποιοι κίνδυνοι καθώς ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του 2022, φθάνοντας το 8,9% τον Μάρτιο (σ.σ.: η EBRD δεν είχε τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού τον Απρίλιο, όπου ενισχύθηκε στο 10,2%). Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ήταν 7,4% του ΑΕΠ το 2021, λόγω των εκτεταμένων πακέτων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία. Ενώ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει εξαιρετικά υψηλό, περίπου στο 200% του ΑΕΠ, το σχετικά χαμηλό κόστος της χρηματοδότησης από την αγορά επέτρεψε στο κράτος να στηρίξει την οικονομία κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Όσον αφορά το μέλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να επηρεάσει την οικονομία όχι τόσο μέσω άμεσων συνδέσεων όσο έμμεσα μέσω υψηλότερων τιμών ενέργειας (δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας), διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού, αύξησης του κόστους χρηματοδότησης και ενδεχομένως χαμηλότερων από τις αναμενόμενες τουριστικών αφίξεων, εάν επικρατήσει ύφεση στις κύριες δυτικοευρωπαϊκές χώρες προέλευσης.
Ύφεση 30% στην Ουκρανία
Στην έκθεση, Regional Economic Outlook, η EBRD τονίζει ότι η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία επηρεάζει σημαντικά το σύνολο των οικονομιών των χωρών που παρακολουθεί και αναμένει ότι η ουκρανική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος κατά 30%.
Σε ό,τι αφορά το σύνολο της οικονομίας της «περιφέρειας» της τράπεζας αναμένει ότι η ανάπτυξη θα φθάσει φέτος στο 1,1% δηλαδή κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από την προηγούμενη εκτίμησή της, ενώ θα ενισχυθεί στο 4,7% το 2023 (0,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα της προηγούμενης πρόβλεψης).
Όπως επισημαίνει η Μπεάτα Γιάβορτσικ, επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD «η EBRD μόλις τον περασμένο Νοέμβριο προέβλεπε ανάπτυξη 3,8% σε όλες τις περιφέρειές μας για το τρέχον έτος. Αλλά τότε περιγράφαμε την ανάκαμψη του περασμένου έτους και τη δυναμική της μέχρι το 2022 ως γλυκόπικρη, αμαυρωμένη από τις ανησυχίες για τις υψηλές τιμές των βασικών εμπορευμάτων. Η κατάσταση τώρα είναι ακόμη πιο ανησυχητική, με νέες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, που οδηγούνται από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, να υποδαυλίζουν περαιτέρω τον πληθωρισμό. Και, όπως γνωρίζουμε καλά, τα φτωχότερα νοικοκυριά υφίστανται ακόμη υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού από τα υπόλοιπα, επειδή τα τρόφιμα και η ενέργεια αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του εγχώριου προϋπολογισμού τους».