Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρατήσει ανοικτές τις πόρτες της αγοράς ομολόγων, σε μια περίοδο διόγκωσης των ελλειμμάτων από τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι του υψηλού πληθωρισμού, καθώς η απόδοση των 10ετών ομολόγων έχει ανεβεί πλέον πολύ κοντά στο 3% και δίνει «σήματα» για ακριβό δανεισμό. Πάντως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσφέρει στις ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης και ειδικά στην Ελλάδα διπλή «ασπίδα», που διασφαλίζει ότι θα αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη αύξηση στα κόστη δανεισμού.
Στον απόηχο των ανακοινώσεων της ΕΚΤ και των δηλώσεων της Κριστίν Λαγκάρντ για μια προσεκτική έξοδο από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης μέσα στο γ' τρίμηνο, που θα ανοίξει τον δρόμο για αυξήσεις επιτοκίων αμέσως μετά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου συνέχισε και χθες την ανοδική της πορεία στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, ξεπερνώντας το 2,9%. Είναι πλέον πενταπλάσια από το ιστορικό χαμηλό του 0,6% που είχε καταγραφεί τον περασμένο Ιούλιο και, όπως φαίνεται στο γράφημα, έχει ανέλθει περίπου στα επίπεδα όπου βρισκόταν τον Μάιο του 2019, πριν από την έξοδο της χώρας από το τρίτο μνημόνιο.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου σε βάθος 5ετίας
Η άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο, αλλά συνδέεται στενά με τη γενική αύξηση των αποδόσεων στην ευρωζώνη, ενόψει του υψηλού πληθωρισμού και των αναμενόμενων αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το spread ελληνικών - γερμανικών δεκαετών ομολόγων, που είχε εκτιναχθεί κοντά στις 240 μονάδες βάσης (2,4%) στα τέλη Φεβρουαρίου, τώρα είναι αρκετά χαμηλότερο, στις 206 μονάδες, καθώς έχει αυξηθεί αρκετά και η απόδοση του γερμανικού τίτλου.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προσπάθεια της κυβέρνησης να διατηρήσει την επαφή με την αγορά ομολόγων, ώστε να συνεχίσει να δανείζεται για να αναπληρώνει τη ρευστότητα του Δημοσίου και να διατηρεί περίπου σταθερό το λεγόμενο «μαξιλάρι», που αποτελεί μια εγγύηση σταθερότητας έναντι της αγοράς, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς χάνεται πλέον η δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί το Δημόσιο με κόστος που δεν θα ξεπερνά το μέσο κόστος του υφιστάμενου χρέους και, κυρίως, των φθηνών δανείων από την Ευρώπη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους σχεδιάζει την επόμενη έξοδο στην αγορά, που θα αποτελέσει και το πρώτο σημαντικό τεστ για το κόστος δανεισμού στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Αναλυτές της JP Morgan έχουν εκτιμήσει ότι ο ΟΔΔΗΧ θα στραφεί για αυτή την έκδοση σε διάρκειες μικρότερες της 10ετίας (5ετή ομόλογα ή 7ετή), επιδιώκοντας να εξασφαλίσει σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού. Ακόμη και τίτλους 5ετούς διάρκειας, όμως, η απόδοση, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα ξεπεράσει το 2%.
Το ευτύχημα για την Ελλάδα, πάντως, όπως σημειώνουν αναλυτές, είναι ότι εξακολουθεί να έχει, παρά τη λήξη στις 31 Μαρτίου του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, την ισχυρή στήριξη από την κεντρική τράπεζα, η οποία διασφαλίζει ότι, εκτός σοβαρού απροόπτου, θα αποφευχθούν τα χειρότερα στον δανεισμό της χώρας. Αυτή η στήριξη φαίνεται ότι έχει δύο διαφορετικά επίπεδα:
- Όπως ανέφερε στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου η Κριστίν Λαγκάρντ υπάρχει ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προσφέρει ισχυρή υποστήριξη στις οικονομίες που μπορεί να τεθούν σε δοκιμασία από ένα νέο κατακερματισμό των αγορών ομολόγων, που θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους δανεισμού. Αν και δεν επιβεβαίωσε τις πληροφορίες των προηγούμενων ημερών περί σχεδιασμού ενός νέου εργαλείου στήριξης των οικονομιών που θα βρεθούν υπό πίεση στην αγορά ομολόγων, η Λαγκάρντ τόνισε η ΕΚΤ θα κινηθεί με ευελιξία και θα σχεδιάσει όποια εργαλεία μπορεί να χρειασθούν, ενώ μνημόνευσε ως παράδειγμα αυτής της ευελιξίας την ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων, τον Μάρτιο του 2020, για να αντιμετωπισθούν οι πιέσεις που αντιμετώπιζαν τότε οι πιο ευάλωτες οικονομίες (η απόδοση των ελληνικών 10ετών ομολόγων, για παράδειγμα, είχε εκτιναχθεί στο 4%, επίπεδο απαγορευτικό για δανεισμό). Αυτή η δέσμευση της ΕΚΤ να παρέμβει με νέα εργαλεία στήριξης, όπως θα ήταν κάποιο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εκτιμάται ότι απομακρύνει για την Ελλάδα τον κίνδυνο να πέσει θύμα μιας επίθεσης της αγοράς, εάν επιδεινωθούν απρόβλεπτα οι συνθήκες το επόμενο διάστημα.
- Εκτός από αυτό τον γενικό μηχανισμό που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει η ΕΚΤ σε συνθήκες κρίσης, υπάρχει η σταθερή δέσμευση, που διατυπώθηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο, ότι και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων, στο οποίο για πρώτη φορά συμμετείχε η Ελλάδα, θα υπάρχει η δυνατότητα αγοράς ελληνικών ομολόγων, εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες. Στη χθεσινή ανακοίνωση του συμβουλίου της ΕΚΤ επαναλαμβάνεται ότι: «στην περίπτωση νέου κατακερματισμού στις αγορές που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσαρμοστούν με ευελιξία ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και τις χώρες. Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας».