Μετά από σχεδόν δύο χρόνια πανδημίας οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες έστειλαν, αυτήν την εβδομάδα, ένα σαφές μήνυμα με τις αποφάσεις για τη νομισματική τους πολιτική που δεν είναι άλλο από το ότι ο κορονοϊός δεν αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη απειλή για τις οικονομίες.
Αντικαταστάτης του είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος ακόμη και εάν θεωρείται «παροδικό φαινόμενο», με εκτίμηση ότι αρχής γενομένης από το επόμενο έτος θα ξεκινήσει να αποκλιμακώνεται, οδηγεί σε μία πιο σφιχτή νομισματική πολιτική.
Fed, ΕΚΤ και Τράπεζα της Αγγλίας έστειλαν το μήνυμα ότι οι εποχές της χαλαρής νομισματικής πολιτικής φθάνουν στο τέλος τους, με τη μάχη κατά του πληθωρισμού να αντικαθιστά αυτή για στήριξη της ανάπτυξης αλλά και της αγοράς εργασίας, δύο στοιχείων τα οποία είχαν δεχθεί ισχυρές πιέσεις από την πανδημία.
Την Πέμπτη η Τράπεζα της Αγγλίας έγινε η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα των G7 που προχώρησε σε αύξηση επιτοκίων μετά την εμφάνιση της πανδημίας. Η Fed την προηγούμενη ημέρα ανακοίνωσε ότι θα μειώσει νωρίτερα του αναμενόμενου το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και έδωσε σήμα ότι θα υπάρξουν τρεις αυξήσεις επιτοκίων εντός του 2022. Επίσης την Πέμπτη η ΕΚΤ ξεκαθάρισε ότι θα προχωρήσει σε μείωση του έκτακτου, λόγω πανδημίας, προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ΡΕΡΡ, το οποίο θα ολοκληρωθεί, όπως είχε ανακοινωθεί εξ αρχής, τον Μάρτιο του 2022.
«Οι κεντρικές τράπεζες ξεκαθαρίζουν ότι πλέον δεν μπορούν να αγνοήσουν τον υψηλό πληθωρισμό που προκάλεσε η πανδημία. Αποφάσισαν να δράσουν όσο έχουν τη δυνατότητα», εκτιμά ο Μαρκ Καμπανά, αναλυτής της Bank of America.
Βασική αιτία για την αλλαγή στάσης των κεντρικών τραπεζών είναι η παραδοχή ότι ενώ η πανδημία δεν πρόκειται να φύγει, οι δυτικές χώρες έχουν πλέον «μάθει» να συμβιώνουν μαζί της, ενώ αναμένεται ότι οι επιπτώσεις των νέων μεταλλάξεων που μπορεί να εμφανιστούν θα είναι ηπιότερες για τις οικονομίες σε σχέση με τον «άγνωστο ιό» που έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 2020.
«Πολλοί άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί και οι εκστρατείες ενισχυτικών δόσεων έχουν επιταχυνθεί», δήλωσε την Πέμπτη η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ και προσέθεσε «η κοινωνία έχει γίνει καλύτερη στο να αντιμετωπίζει τα κύματα της πανδημίας και τους περιορισμούς που προκύπτουν. Αυτό έχει μειώσει τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία».
Οι εκτιμήσεις των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών για τον πληθωρισμό
Επιπλέον καθώς οι κεντρικές τραπεζίτες γνωρίζουν πια περισσότερα για τον πληθωρισμό που προκάλεσε η πανδημία, έχουν και διαφορετική άποψη για το πώς οι νέες μεταλλάξεις θα πλήξουν την οικονομία. Στην αρχή της κρίσης η επιβολή των lockdown ήταν η βασική αιτία που έπληξε την κατανάλωση, ενώ η εφαρμοζόμενη χαλαρή νομισματική πολιτική μπορούσε να την τονώσει. Τώρα οι κεντρικοί τραπεζίτες εκφράζουν ανησυχίες για την επίπτωση που έχουν οι υγειονομικοί περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα, βασική αιτία που οδηγεί υψηλότερα της τιμές και ως εκ τούτου αυξάνει και την πίεση για ενίσχυση των επιτοκίων.
«Πριν εξέταζαν τις επιπτώσεις στη ζήτηση. Τώρα εξετάζουν τις επιπτώσεις στην προσφορά. Πρόκειται για μία μεγάλη αλλαγή», σημειώνει ο Σαντζάϊ Ράζα, οικονομολόγος της Deutsche Bank.
Βέβαια η αλλαγή στη στάση των κεντρικών τραπεζών δεν είναι άνευ κινδύνων, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της μετάλλαξης Όμικρον που δημιουργεί όλο και περισσότερα προβλήματα. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη επανέρχονται περιοριστικά μέτρα τόσο για τα ταξίδια όσο και στην αγορά εργασίας με διατήρηση των καθεστώτων τηλεργασία, ενώ η πίεση στα συστήματα Υγείας είναι πιο ισχυρή.
Μέχρι πρότινος οι κεντρικοί τραπεζίτες κατηγορούνταν ότι ανέχονται τον υψηλό πληθωρισμό και τώρα κινδυνεύουν να βρεθούν «κατηγορούμενοι» ότι υποτιμούν το νέο κύμα της πανδημίας. Την απάντηση έδωσε ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ υπογραμμίζοντας ότι η τράπεζα δεν μπορεί να καθορίσει τη νομισματική της πολιτική αποκλειστικά με την πορεία της πανδημίας και ξεκαθαρίζοντας ότι «η μετάλλαξη Όμικρον δεν έχει άμεση σχέση» με την απόφαση της τράπεζας να μειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ο Πάουελ αναγνώρισε ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δεν είναι γνωστά για τη νέα μετάλλαξη και τόνισε ότι «η Δέλτα είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των προσλήψεων και έβλαψε τη διαδικασία της διεκπεραίωσης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού». Αυτές οι διαταραχές, σε συνδυασμό με την ισχυρή καταναλωτική ζήτηση που υποστηρίζεται από τις κρατικές δαπάνες για την προστασία των νοικοκυριών από την πανδημία, είναι οι αιτίες για την εκτίναξη του πληθωρισμού σε υψηλά αρκετών ετών για αρκετές οικονομίες και ανάγκασαν τις κεντρικές τράπεζες να «ανεβάσουν» ελαφρά τους τόνους σχετικά με τη διάρκεια του πληθωριστικού φαινομένου.
Σε αντίθεση με το παρελθόν οι κεντρικοί τραπεζίτες τώρα στοιχηματίζουν ότι οι επιπτώσεις από τις μεταλλάξεις θα είναι… παροδικές, όπως ακριβώς πριν από μερικούς μήνες πίστευαν για τον πληθωρισμό.