Απόλυτα ξεκάθαρη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν… κοιτάζει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στις κινήσεις της Fed προκειμένου να καθορίσει τη νομισματική της πολιτική, ήταν η επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ.
Αρκετά εντυπωσιακό μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η κα Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ εκτίμησαν ότι, βάσει των στοιχείων που έχει στην κατοχή της η τράπεζα, θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμη και στη σημερινή συνεδρίαση σε μείωση επιτοκίων.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, η κα Λαγκάρντ κλήθηκε αρκετές φορές να σχολιάσει εάν η ΕΚΤ παρακολουθεί το τι θα πράξει η Fed και κατά πόσο τη «φοβίζει» η ανοδική πορεία του αμερικανικού πληθωρισμού. Όπως τόνισε, η ΕΚΤ ασχολείται μόνο με την οικονομία της ευρωζώνης όταν λαμβάνει τις αποφάσεις της, εξετάζει τα δεδομένα που έχει γι’ αυτήν και παραμένει πιστή στον βασικό της ρόλο που είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Παραδέχθηκε, φυσικά, ότι η πορεία της παγκόσμιας και φυσικά και της αμερικανικής οικονομίας επηρεάζει και την ευρωζώνη, αλλά «λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας πάντα με βάσει τα στοιχεία που έχουμε για την ευρωπαϊκή οικονομία. Όμως είμαστε υπεύθυνοι για τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης. Επίσης η φύση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη είναι διαφορετική από αυτή των ΗΠΑ με βάσει μία σειρά από παράγοντες. Δεν πρόκειται για τον ίδιο πληθωρισμό. Δεν είναι δύο ίδιες χώρες. Δεν έχουν την ίδια οικονομία, ούτε την ίδια δημοσιονομική πολιτική. Δεν είμαστε ο καθρέφτης αυτών που συμβαίνουν στις ΗΠΑ».
Επανέλαβε, όπως καταγράφεται και στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, ότι υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, σημειώνοντας ότι «ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα κατά τους επόμενους μήνες και στη συνέχεια να μειωθεί στο στόχο μας το επόμενο έτος, λόγω της ασθενέστερης αύξησης του κόστους εργασίας, της εξέλιξης των επιπτώσεων της περιοριστικής νομισματικής μας πολιτικής και της εξασθένησης των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της πανδημίας. Οι μετρήσεις των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό παραμένουν σε γενικές γραμμές σταθερές, με τις περισσότερες να διαμορφώνονται γύρω στο 2%».
Αναφορικά με την πορεία της ευρωζώνης σημείωσε ότι οι πτωτικοί κίνδυνοι έχουν περιοριστεί, αν και η πορεία της ήταν αδύναμη στο α’ τρίμηνο του 2024, αλλά οι προοπτικές παραμένουν θετικές. Τα μεγαλύτερα προβλήματα μπορούν να προκληθούν από εξωγενείς παράγοντες όπως η σύγκρουση τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή.
«Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη παραμένουν προς τα κάτω. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής αποδειχθούν ισχυρότερες από τις αναμενόμενες. Μια ασθενέστερη παγκόσμια οικονομία ή μια περαιτέρω επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου θα επιβάρυνε επίσης την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ. Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή αποτελούν σημαντικές πηγές γεωπολιτικού κινδύνου. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη για το μέλλον και το παγκόσμιο εμπόριο να διαταραχθεί. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη εάν ο πληθωρισμός μειωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν και η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων σημαίνει ότι οι δαπάνες αυξάνονται περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, ή εάν η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται πιο έντονα από ό,τι αναμενόταν», όπως ανέφερε.