Βιώσιμο αλλά με αρκετούς αστερίσκους είναι το ελληνικό χρέος, όπως τόνισε στη χθεσινή της έκθεση για την οικονομία η Κομισιόν, με τις παραδοχές της Επιτροπής να καταλήγουν στο, ούτως ή άλλως, αναμενόμενο συμπέρασμα ότι όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία της ανάπτυξης.
Ένα συμπέρασμα με το οποίο ταυτίστηκε πλήρως και ο πρωθυπουργός σε σημερινή του συνέντευξη στη «Washington Post», στην οποία ξεκαθαρίζει ότι «η ισχυρή ανάπτυξη αποτελεί το κλειδί για τη μείωση του χρέους.
Στην έκθεσή της η Επιτροπή σπεύδει να τονίσει ότι η ανάλυση βιωσιμότητας (DSA) για το ελληνικό χρέος δεν έχει αλλάξει δραστικά σε σύγκριση με την 11η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, προσθέτοντας, όμως, ότι υπάρχουν αρκετοί μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για την πορεία του, ενώ εξετάζει τρία βασικά σενάρια: το βασικό, ένα σενάριο «χαμηλής ανάπτυξης» και ένα σενάριο «υψηλής ανάπτυξης».
Στο βασικό της σενάριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό χρέος θα εκτοξευθεί στο 203% του ΑΕΠ το 2021 και θα αρχίσει σταδιακά να μειώνεται έως φθάσει στο 54% του ΑΕΠ το 2060, δηλαδή χαμηλότερα από το όριο του 60% του ΑΕΠ που ισχύει βάσει των κανόνων του τρέχοντος Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Η Κομισιόν σε αυτό το σενάριο λαμβάνει υπόψη της τη θετική επίδραση που θα έχουν στην ελληνική οικονομία τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ προϋπολογίζει ότι το κόστος δανεισμού θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα και ως εκ τούτου τοποθετεί τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες κατά μέσο όρο χαμηλότερα του 15% του ΑΕΠ σε μακροχρόνιο ορίζοντα, γεγονός το οποίο καθιστά το χρέος βιώσιμο.
Στο σενάριο «υψηλού ρίσκου» αλλά και ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, εκτιμάται ότι το χρέος θα υποχωρήσει στο 90% του ΑΕΠ το 2060 και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες μετά το 2030 θα αυξηθούν στο 18%, δηλαδή πάνω από το όριο του 15% που θεωρείται ως υγιές με το χρέος να είναι μη βιώσιμο αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλεί την Ελλάδα με μία νέα κρίση ανάλογη με αυτή που βίωσε την προηγούμενη 10ετία.
Τα δύσκολα αφορούν το «κακό» σενάριο, υπό την προϋπόθεση «χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης» της οικονομίας σε μακροχρόνιο ορίζοντα, με αποτέλεσμα το χρέος να μην ακολουθήσει πορεία αποκλιμάκωσης και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες να εκτιναχθούν στο 20% του ΑΕΠ.
Όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί για το βασικό της σενάριο η Κομισιόν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων το 2023 (στο 1,5% του ΑΕΠ), ενώ ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για το διάστημα 2021 – 2029 θα φθάσει στο 2,5% και για το διάστημα από το 2023 έως και το 2060 στο 1,5%. Πρόκειται για ποσοστά ανάπτυξης, ιδιαίτερα για το πρώτο διάστημα, που μπορούν να επιτευχθούν από την ελληνική οικονομία, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρησιμοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και θα βοηθήσουν ώστε να καταστεί πραγματικό το άλμα επενδύσεων που έχει ανάγκη η Ελλάδα.