Κρατικά πιστωτικά κουπόνια για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ για το 2021 καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών θα λάβουν μέσα στον Μάιο χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία με την ενεργοποίηση του μέτρου της επιδότησης των παγίων δαπανών.
Ειδικότερα, οι δικαιούχοι για την ένταξη στο μέτρο είναι οι εξής:
- Επιχειρήσεις που το 2020 εμφάνισαν μείωση τζίρου τουλάχιστον 30%, έχουν λάβει ενισχύσεις από τους τρείς πρώτους κύκλους επιστρεπτέας προκαταβολής και δικαιούνται «κούρεμα» 50% στο ποσό των κρατικών δανείων. Οι επιχειρήσεις αυτές θα λάβουν πιστωτικό κουπόνι για συμψηφισμό με κάθε μορφής νέα φορολογική ή ασφαλιστική υποχρέωση, αξίας ίσης με το 35% των ενισχύσεων που έχουν λάβει από τους τρεις πρώτους κύκλους της επιστρεπτέας.
Για παράδειγμα, επιχείρηση που έλαβε ενισχύσεις 20.000 ευρώ από τους τρεις πρώτους κύκλους επιστρεπτέας προκαταβολής και δικαιούται «κούρεμα» στο προς επιστροφή ποσό στα 10.000 ευρώ, έχει τη δυνατότητα να λάβει πιστωτικό συμψηφισμού φόρων και εισφορών ύψους 7.000 ευρώ (20.000 Χ 35%). Εάν επιλέξει να πάρει τα 7.000 ευρώ θα πρέπει να επιστρέψει τα 20.000 ευρώ από τις αρχές του 2022 σε 60 μηνιαίες δόσεις, Δηλαδή η επιχείρηση που θα επιλέξει να λάβει το 35% των ενισχύσεων που εισέπραξε από την επιστρεπτέα προκαταβολή 1,2 και 3 θα χάσει το κούρεμα 50% των κρατικών δανείων αλλά θα εξοφλήσει φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
- Ζημιογόνες επιχειρήσεις που είχαν μείωση τζίρου τουλάχιστον 30% το 2020 θα λάβουν «κουπόνι» το οποίο θα αντιστοιχεί στο σύνολο των παγίων δαπανών της επιχείρησης μέσα στο 2020 που δεν καλύφθηκαν από τις ενισχύσεις που δόθηκαν μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν το ποσό της ενίσχυσης που θέλουν να κατανείμουν για την πληρωμή φορολογικών οφειλών και το ποσό που θέλουν να χρησιμοποιήσουν για την πληρωμή ασφαλιστικών οφειλών. Η ενίσχυση θα υπολογιστεί ως ποσοστό των παγίων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 και δεν έχουν καλυφθεί από τις ενισχύσεις που έχουν δοθεί από το κράτος.
Τα πέντε κριτήρια
Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πληρούν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
- Να ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους.
- Να απασχολούν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο με εξαρτημένη σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης.
- Να έχουν υποβάλλει όλες τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ και τις δηλώσεις Ε3 για την περίοδο που υποχρεούνται.
- Να παρουσιάζουν ζημιά προ φόρων τουλάχιστον 30% είτε σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδά τους, είτε σε σχέση με τα συνολικά έξοδά τους για το 2020.
- Να παρουσιάζουν πτώση τζίρου τουλάχιστον 30% το 2020 σε σχέση με το 2019. Ειδική πρόβλεψη, ωστόσο, θα υπάρχει για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που απέκτησαν πρόσφατα υποκατάστημα, δίνοντας έμφαση στο κριτήριο της ζημιάς, και όχι σε αυτό της πτώσης τζίρου.
Ποιες είναι οι πάγιες δαπάνες
Ως πάγιες δαπάνες θα υπολογίζονται οι δαπάνες που κατέβαλε το 2020 η επιχείρηση για:
- παροχές σε εργαζόμενους, ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων, ενέργεια, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ενοίκια, λοιπά λειτουργικά έξοδα, και χρεωστικούς τόκους και συναφή έξοδα.
Ως ενισχύσεις θα λαμβάνονται υπόψη οι ενισχύσεις που έλαβε η επιχείρηση μέσα στο 2020, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας.
Το ποσοστό ενίσχυσης και το πλαφόν
Το ποσοστό της ενίσχυσης θα διαφοροποιείται με βάση την πτώση του τζίρου, καθώς θα είναι υψηλότερο για επιχειρήσεις που είχαν πτώση τζίρου άνω του 60%. Το ακριβές ποσό θα προσδιοριστεί, αφού ολοκληρωθούν οι αιτήσεις των επιχειρήσεων, με βάση τον διαθέσιμο προϋπολογισμό του προγράμματος ύψους 500 εκ. ευρώ.
Παράλληλα, θα υπάρχει και πλαφόν στο ύψος της ενίσχυσης καθώς δεν μπορεί να υπερβαίνει:
- το 70% επί των ζημιών προ φόρων για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και το 90% για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
- την απώλεια τζίρου μεταξύ του 2020 και του 2019 με ειδική μέριμνα όμως, για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που άνοιξαν πρόσφατα υποκατάστημα.
- το ποσό του 1,5 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται, τέλος, ότι οι δικαιούχοι θα πρέπει να διατηρήσουν έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 κατά μέσο όρο τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούν.