Μια ένεση ρευστότητας χωρίς ιστορικό προηγούμενο, καθώς όχι μόνο ξεπέρασε τα 41 δισ. ευρώ, αλλά προσφέρθηκε και με αρνητικό επιτόκιο, δέχθηκαν οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ μέσα στο 2020, στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Η ρευστότητα αυτή βοήθησε, σε κάποιο βαθμό, τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, όπως ήταν και ο σκοπός του προγράμματος της ΕΚΤ, αλλά στο μεγαλύτερο βαθμό ανακυκλώθηκε σε τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα, όχι μόνο ελληνικά, αλλά ιταλικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Δηλαδή η ρευστότητα δεν έχει διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία: επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σημειώνεται ότι εκτός της ΕΚΤ η ρευστότητα των τραπεζών έχει ενισχυθεί σημαντικά και από την αύξηση των καταθέσεων, που ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ο ανορθόδοξος τρόπος που χρησιμοποιούν οι τράπεζες την άφθονη ρευστότητα από το ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμου δανεισμού για την πανδημία (PELTRO) έχει οδηγήσει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, να απευθύνει αυστηρές παραινέσεις για την αύξηση των χορηγήσεων. «Θα ήθελα να δω τις τράπεζες να δίνουν περισσότερες πιστώσεις», δήλωσε την Κυριακή ο κ. Στουρνάρας (στην εκπομπή "Special Report" του ANT1). «Και να δω περισσότερες πιστώσεις διότι πρώτον, έχουν δεχθεί πολύ μεγάλη αύξηση από καταθέσεις και δεύτερον και σημαντικότερο το Ευρωσύστημα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Ελλάδος δανείζουμε με επιδοτούμενο επιτόκιο τις τράπεζες, σε όλη την Ευρώπη και τις ελληνικές, για να τις δούμε να δίνουν δάνεια και στον ιδιωτικό τομέα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του δ' τριμήνου 2020 που έδωσε χθες στη δημοσιότητα ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM), στο τέλος του έτους το υπόλοιπο της ρευστότητας που είχαν αντλήσει οι ελληνικές τράπεζες από το PELTRO ανερχόταν στα 41,36 δισ. ευρώ. Από τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν δημοσιεύσει οι τράπεζες προκύπτει ότι όλες αξιοποίησαν περίπου στον ίδιο βαθμό, ως ποσοστό του ενεργητικού τους, αυτή τη ρευστότητα. Ειδικότερα, η Alpha Bank άντλησε 11,9 δισ. ευρώ (17% του ενεργητικού), η Eurobank 8,02 δισ. ευρώ (11,8% του ενεργητικού), η Εθνική 10,5 δισ. ευρώ (13,6% του ενεργητικού) και η Πειραιώς 11 δισ. ευρώ (15,4% του ενεργητικού).
Σε αντίθεση με τα γνωστά από το (κακό) παρελθόν δάνεια από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA), που παρέχονταν στις τράπεζες με τιμωρητικά υψηλό επιτόκιο, τα δάνεια του μηχανισμού PELTRO παρέχονται με αρνητικό επιτόκο, δηλαδή η ΕΚΤ πληρώνει τις τράπεζες για να τις δανείζει. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί ως εξής: αρχικά το δάνειο από την ΕΚΤ χορηγείται με το ίδιο αρνητικό επιτόκιο (-0,25%) που υπάρχει για την αποδοχή καταθέσεων των τραπεζών εκ μέρους της ΕΚΤ. Στο τέλος, όμως, η ΕΚΤ ανεβάζει το αρνητικό επιτόκιο στο -1% για όσες τράπεζες διατηρούν τουλάχιστον σταθερό το υπόλοιπο των δανείων που έχουν χορηγήσει. Δηλαδή, δεν ζητείται καν από τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις για να πάρουν το «μπόνους», απλώς να μην τις μειώσουν.
Θεωρητικά μια τράπεζα μπορεί να λαμβάνει αυτή τη ρευστότητα και να την επανακαταθέτει στην ΕΚΤ και να βγάζει εκ του ασφαλούς τη διαφορά επιτοκίου από το -0,25% στο -1%. Οι ελληνικές τράπεζες χρησιμοποίησαν με πιο επικερδείς τρόπους τη ρευστότητά τους, για να δίνουν δάνεια που καλύπτονταν με κρατικές εγγυήσεις κατά 80% (πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας), ή και για να αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα, καθώς μάλιστα υπήρχε το 2020 στην αγορά ένας πανίσχυρος αγοραστής για τα ελληνικά ομόλογα: η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τα στοιχεία του SSM είναι αποκαλυπτικά ως προς αυτή την πλευρά των τραπεζικών τοποθετήσεων: Στο τέλος του 2020, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας 28,895 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, είχαν κάνει και ένα μεγάλο άνοιγμα στα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας: ο SSM κατέγραψε θέσεις 5,328 δισ. ευρώ σε ιταλικά ομόλογα, περίπου 2 δισ. ευρώ σε ισπανικά ομόλογα, 1,315 δισ. ευρώ σε κυπριακά ομόλογα και 259 εκατ. ευρώ σε πορτογαλικά ομόλογα. Συνολικά, η αξία των χαρτοφυλακίων κρατικών ομολόγων των ελληνικών τραπεζών έφθασε στα 43,963 δισ. ευρώ.
Η πλούσια ρευστότητα από την ΕΚΤ έδωσε στις ελληνικές τράπεζες, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, «άνετο» δείκτη ρευστότητας (Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας - LCR), ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν ουραγοί στην ευρωζώνη, με το δείκτη LCR να διαμορφώνεται χαμηλότερα από το 100% (έλλειμμα ρευστότητας). Αντίθετα, τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι στο τέλος του 2020 όλες οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν πάνω από το ελάχιστο όριο του 100% και μάλιστα τρεις εξ αυτών ξεπερνούσαν το 150%.
Τα στοιχεία των τραπεζικών ισολογισμών δείχνουν ότι όλες οι τράπεζες είχαν εξίσου «άνετους» δείκτες δανείων προς καταθέσεις: 89,8% η Alpha Bank, 79,1% η Eurobank, 79,8% η Τράπεζα Πειραιώς. Στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας, μάλιστα, ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 55,3%, δηλαδή σε τόσο χαμηλό επίπεδο που επιβεβαιώνει ότι η άλλοτε κορυφαία στις χορηγήσεις δανείων ελληνική τράπεζα δεν είχε ιδιαίτερη ροπή προς την αξιοποίηση της ρευστότητας για χορήγηση νέων δανείων, αφού άλλωστε «έγραψε» πέρυσι τεράστια κέρδη από το χαρτοφυλάκιο των κρατικών ομολόγων της.
Γιατί δεν δίνουν δάνεια οι τράπεζες
Οι τράπεζες φαίνεται ότι δεν επιθυμούν να αναλάβουν νέους κινδύνους αξιοποιώντας κάθε βοήθεια, κάθε όπλο, σε μία και μόνο κατεύθυνση: την εξυγίανση των ισολογισμών με τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Με την επιδοτούμενη ρευστότητα της ΕΚΤ οι τράπεζες βελτιώνουν δραστικά το κόστος χρήματος ενισχύοντας τα έσοδά τους, ενώ παράλληλα αποκομίζουν κέρδη από αγοραπωλησίες ομολόγων. Κέρδη που αξιοποιούνται για την υλοποίηση συναλλαγών πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες επισημαίνουν και τη δομή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με την κυριαρχία πολύ μικρών επιχειρήσεων: από τις 830.000 επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα, οι 810.000 επιχειρήσεις είναι πολύ μικρές, που απασχολούν κατά μέσο όρο 1,7 εργαζομένους. Δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματικών ΑΦΜ αφορά αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι αδυνατούν να προχωρήσουν σε μεγάλες επενδύσεις και να αντλήσουν τραπεζική χρηματοδότηση.
Όπως υπογραμμίζουν τα στελέχη των τραπεζών, τα τελευταία χρόνια, παρότι η κρίση άλλαξε πολλά στην οικονομία, δεν έχει γίνει ο αναγκαίος μετασχηματισμός για τη δημιουργία μεγαλύτερου μεγέθους και πιο υγιών επιχειρήσεων. Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, τόνισε σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε πριν λίγο καιρό ότι, «αν δει κανείς τον κατάλογο με τα αιτήματα χρηματοδότησης τους τελευταίους μήνες, περιλαμβάνει εταιρείες με αρνητικά ίδια κεφάλαια, εταιρείες υπερδανεισμένες με λόγο χρέους προς ακαθάριστα έσοδα μεγαλύτερο του 8 ή του 10 και εταιρείες που είχαν ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επομένως, χρηματοδοτήσαμε ως οφείλαμε τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις, με γνώμονα να χρηματοδοτήσουμε εταιρείες που θα είναι βιώσιμες και την επόμενη ημέρα, που θα παράγουν και διατηρούν θέσεις εργασίας. Έχουμε πάρα πολλές πολύ μικρές επιχειρήσεις και θα πρέπει να αυξηθεί το μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε ρευστότητα».
Σύμφωνα με δειγματοληπτική έρευνα της Grant Thornton, οι μικρές επιχειρήσεις με τζίρο από 200.000 έως 5 εκατ. ευρώ αποτελούν το 78% του συνολικού αριθμού εταιρειών, με τις πωλήσεις τους να αντιστοιχούν στο 11% των συνολικών πωλήσεων. Οι μικρομεσαίες (SMEs) επιχειρήσεις με τζίρο από 5 έως 50 εκατ. αποτελoύν το 19% του συνολικού αριθμού εταιριών και πραγματοποιούν το 37% των πωλήσεων, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ αποτελούν μόλις το 2% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων συνεισφέροντας ωστόσο το 63% των συνολικών πωλήσεων των επιχειρήσεων.
Επιταχύνθηκε η πιστωτική επέκταση
Πάντως, αν και ο ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης το 2020 δεν αντιστοιχεί στην τεράστια ρευστότητα που είχαν οι τράπεζες από την ΕΚΤ και τις αυξημένες καταθέσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει στην Έκθεση Διοικητή του 2020 μια αρκετά σημαντική επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης.
Όπως εξηγείται από την ΤτΕ, αυτό που εμπόδισε τις τράπεζες να μετατρέψουν τη ρευστότητα σε περισσότερα νέα δάνεια είναι ο φόβος νέων «κόκκινων» δανείων:«η προοπτική μελλοντικών ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), δεδομένων μάλιστα διάχυτων προσδοκιών αναπόφευκτης αύξησης των πτωχεύσεων στον επιχειρηματικό τομέα, λειτουργεί περιοριστικά στην παροχή τραπεζικών δανείων, ιδιαίτερα προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)», σημειώνει η ΤτΕ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ,
- Η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε το 2020 έναντι του 2019. Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, έναντι αρνητικού ρυθμού -0,4% το 2019.
- H μεταστροφή του ρυθμού σε θετικές και ολοένα αυξανόμενες τιμές το 2020 αντικατοπτρίζει ενίσχυση της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Η τραπεζική πίστη προς τα νοικοκυριά συνέχισε να συρρικνώνεται το 2020 με τον ίδιο κατ’ ουσίαν μέσο ετήσιο ρυθμό σε σύγκριση με το 2019.
- Κατά την πανδημική κρίση, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης από τις τράπεζες προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) επιταχύνθηκε μετά τον Μάρτιο του 2020 και στη συνέχεια διαμορφώθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
- Ειδικότερα, ο εν λόγω ρυθμός διαμορφώθηκε σε 5,6% κατά μέσο όρο το 2020 (2019: 2,2%) και ανήλθε σε 10,0% το Δεκέμβριο του 2020, το υψηλότερο επίπεδο που έχει παρατηρηθεί από τον Ιούνιο του 2009 (Δεκέμβριος 2019: 1,7%, Ιανουάριος 2021: 10,4%).
- Η μέση μηνιαία ροή χρηματοδότησης ανήλθε σε 558 εκατ. ευρώ το 2020, ήταν δηλαδή πενταπλάσια εκείνης του 2019 (110 εκατ. ευρώ). Η σωρευτική 12μηνη καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ ανήλθε σε 6,7 δισεκ. ευρώ το 2020 (2019: 1,3 δισεκ. ευρώ) και η σωρευτική ροή νέων τραπεζικών δανείων τακτής λήξης προς τις ΜΧΕ διπλασιάστηκε σε 16,2 δισεκ. ευρώ το 2020 (2019: 8,0 δισεκ. ευρώ).
Εξηγώντας τις τάσεις στις χορηγήσεις δανείων, η ΤτΕ σημειώνει ότι «η πιστωτική επέκταση προς τις ΜΧΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας αντανακλά ενίσχυση της ζήτησης για εξωτερική χρηματοδότηση εκ μέρους των επιχειρήσεων, καθώς και αντιστοίχως της προσφοράς εκ μέρους των τραπεζών. Από την πλευρά της ζήτησης, οι πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα της μείωσης των πωλήσεών τους και των άλλων οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία, καθώς και η αποκλιμάκωση των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια σε χαμηλότερο μέσο επίπεδο το 2020, επέδρασαν ενισχυτικά».
Η ΤτΕ προσθέτει ότι «την παροχή πιστώσεων διευκόλυνε σημαντικά η αυξημένη άντληση εκ μέρους των τραπεζών χρηματοδοτικών πόρων από το Ευρωσύστημα, με βελτιωμένους όρους. Επίσης, η άνοδος της εισροής τραπεζικών καταθέσεων επαύξησε τα συνολικά κονδύλια των τραπεζών τα οποία είναι διαθέσιμα προς αναδανεισμό προς την οικονομία».