Την επίδραση της κρίσης της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης εξετάζουν πλέον οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών, καθώς εκφράζονται φόβοι για συσσώρευση νέων μη εξυπηρετούμενων χρεών μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με συνέπεια ορισμένες τράπεζες να χρειαστούν κεφαλαιακές ενισχύσεις ή ακόμη και να οδηγηθούν σε εκκαθάριση.
Παρότι τα υψηλόβαθμα στελέχη των ευρωπαϊκών τραπεζών υποβαθμίζουν το πρόβλημα, το παραπάνω ενδεχόμενο ανησυχεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους αξιωματούχους και τέθηκε επί τάπητος στο Eurogroup της Δευτέρας, το οποίο κλήθηκε να εξετάσει μία έκθεση στην οποία καταγράφονταν οι πιθανότητες να βρεθούν επιχειρήσεις αντιμέτωπες με πολύ πιεστικά προβλήματα ρευστότητας μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης, με αποτέλεσμα να αυξηθούν σοβαρά οι πτωχεύσεις και τα «κόκκινα δάνεια».
Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, χωρίς τα μέτρα στήριξης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σχεδόν το ένα τέταρτο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων θα είχαν βρεθεί το 2020 σε οξύτατη κρίση ρευστότητας. Μετά τη λήξη των προγραμμάτων στήριξης, αρκετά δάνεια τα οποία βρίσκονται σήμερα υπό καθεστώς αναστολής σε όλες τις χώρες, από τη Γαλλία και την Ισπανία έως την Ελλάδα μπορεί να γίνουν «κόκκινα».
Το πρόβλημα για πολλές τράπεζες της ευρωζώνης είναι ότι έμμεσα και οι ίδιες στηρίζονται από τα προγράμματα των κυβερνήσεων για παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις. Η Κομισιόν προειδοποιεί ότι οι τράπεζες δεν έχουν προετοιμαστεί επαρκώς για τη λήξη αυτών των προγραμμάτων, καθώς οι προβλέψεις που έχουν εγγράψει για πιστωτικές ζημιές δεν αντικατοπτρίζουν την επιδείνωση των συνθηκών, ενώ, όπως έχει αναφέρει η ΕΚΤ, οι προβλέψεις που έχουν εγγράψει οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες των αμερικανικών τραπεζών.
Σημειώνεται ότι δάνεια αξίας 587 δισ. ευρώ βρίσκονται σε αναστολή, ενώ έχουν δοθεί κρατικές εγγυήσεις ύψους 289 δισ. ευρώ για δάνεια των επιχειρήσεων έως τα τέλη του 2020.
«Πρέπει να αποφύγουμε την απότομη αύξηση πτωχεύσεων», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup. Αξιωματούχος της ευρωζώνης, μιλώντας στο Reuters, εξέφρασε ανοικτά την ανησυχία του για κραδασμούς στο τραπεζικό σύστημα, τονίζοντας ότι, ενώ γενικά οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι ισχυρές, «ορισμένες μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα ή και να χρειαστεί να οδηγηθούν σε εκκαθάριση».
Παρότι τις ανησυχίες αυτές συμμερίζονται όλοι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, ωστόσο παραμένουν βαθιές οι διαφωνίες σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης. Η ΕΚΤ είναι αυτή που έχει την κεντρική ευθύνη για την εποπτεία των τραπεζών και υπάρχει πλέον ειδικός φορέας για την εκκαθάριση τραπεζών, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα βρεθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να καλυφθεί το κόστος ενδεχόμενων εκκαθαρίσεων, αφού οι πλουσιότερες χώρες δεν θέλουν να πληρώσουν για τις τράπεζες των ασθενέστερων χωρών.
Μία «δεύτερη γραμμή άμυνας» αποτελεί Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Όπως υπενθύμισε τη Δευτέρα ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο ESM μπορεί πλέον, με βάση πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, να προσφέρει τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για εκκαθαρίσεις τραπεζών από το 2022 και μετά. «Έχουμε δημιουργήσει μια δεύτερη, ισχυρή γραμμή άμυνας», είπε ο Γερμανός αξιωματούχος, όμως το νέο μοντέλο χρηματοδότησης των εκκαθαρίσεων τραπεζών δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη και, σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να ενεργοποιηθεί φέτος.
Η ανησυχία της ΕΚΤ και η εγγύηση καταθέσεων
Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά το πρόβλημα και έχει εκφράσει τις ανησυχίες της. Σε δηλώσεις του στις αρχές Ιανουαρίου, ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία ξεκαθάρισε ότι η ΕΚΤ είναι πρόθυμη να «πάρει το μαστίγιο και όχι το καρότο» προκειμένου να προκειμένου να πείσει ακόμη και τις πλέον απρόθυμες τράπεζες να μειώσουν το επίπεδο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων τους (NPLs).
Σύμφωνα με τον κ. Ενρία έως τον Νοέμβριο μόλις 21 από τις 113 τράπεζες που επιβλέπει ο SSM είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν το επίπεδο των NPLs (παλιών και νέων λόγω της πανδημίας) που θα μπορούσαν να βρεθούν στους ισολογισμούς τους στο τέλος του 2021, κάτι που αντανακλά την έντονη αβεβαιότητα που δημιούργησε η πανδημία. «Σε αυτήν την περίπτωση δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε το "καρότο" αλλά το "μαστίγιο". Ασκούμε πιέσεις στις τράπεζες προκειμένου να μειώσουν τα επίπεδα των NPLs. Τους ζητάμε να θέσουν συγκεκριμένες εκτιμήσεις για το επίπεδό τους και παράλληλα το ακριβές χρονικό διάστημα στη διάρκεια του οποίου θα υπάρξει μείωσή τους. Κατόπιν θα πρέπει να μας καταθέσουν ένα ρεαλιστικό και ταυτόχρονα φιλόδοξο προγραμματισμό για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν θέσει», όπως τόνισε ο επικεφαλής του SSM.
Ανάλογες απόψεις εξέφρασε χθες και η Κέρστιν αφ Γιόχνικ, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, σε συνέντευξή της. Όπως αναφέρει μπορεί οι τράπεζες να είναι καλύτερα προετοιμασμένες σε σύγκριση με την κρίση χρέους στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν υπάρχουν προβλήματα», καθώς αρκετές ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με το τρίτο κύμα της πανδημίας και ως εκ τούτου εξακολουθούν να ισχύουν τα μέτρα «παγώματος» αποπληρωμής μεγάλου αριθμού δανείων.
«Ο αντίκτυπος της κρίσης στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί πλήρως. Το κύριο μέλημά μας είναι ότι, καθώς το οικονομικό σοκ συνεχίζεται, κάποιοι δανειολήπτες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα στις αποπληρωμές τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πιστωτικός κίνδυνος έχει αποτελέσει βασικό επίκεντρο της εποπτικής προσοχής μέχρι τώρα και θα παραμείνει βασική προτεραιότητα στο μέλλον. Οι τράπεζες πρέπει να διαχειριστούν προληπτικά τα πιθανά νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, να αξιολογήσουν την εξέλιξη της απροθυμίας των οφειλετών να πληρώσουν και να μπορούν να προβλέψουν πώς η κρίση είναι πιθανό να επηρεάσει τη συνολική ποιότητα του ενεργητικού τους», εκτιμά η κ. Γιόχνικ.
Αυτό που έχει μέγιστη σημασία για την ΕΚΤ είναι να επιταχυνθεί η διαδικασία της τραπεζικής ένωσης και να εφαρμοστεί το ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των καταθέσεων (EDIS), το οποίο συζητήθηκε για πρώτη φορά το 2015, αλλά η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις γι’ αυτό είναι εξαιρετικά αργή.
«Το EDIS είναι σημαντικό για τόσους πολλούς λόγους: είναι το κλειδί για την εξασφάλιση εμπιστοσύνης στην τραπεζική ένωση και τη δημιουργία εμπιστοσύνης. Θα εξισορροπήσει επίσης τους όρους ανταγωνισμού και θα μειώσει τον κίνδυνο τραπεζικών "παιχνιδιών". Την ίδια ώρα η ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά παραμένει κατακερματισμένη σε εθνικό επίπεδο. Υπάρχουν επίσης επίμονες διαφορές μεταξύ των καθεστώτων αφερεγγυότητας των κρατών, οι οποίες οδηγούν σε διαφορές στον τρόπο διαχείρισης των κρίσεων για τις μικρές και μεσαίες τράπεζες σε όλες τις χώρες», επισημαίνει η κ. Γιόχνικ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να υπάρξει, τελικά, συναίνεση για το συγκεκριμένο θέμα και να προχωρήσουν πιο γρήγορα οι διαδικασίες.