Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα αυξήσει τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο οι τράπεζες διαχειρίζονται τον πιστωτικό κίνδυνο και διαφοροποιούν τη χρηματοδότηση, όπως ξεκαθαρίζει θέτοντας τις προτεραιότητες της για το 2023, καθώς η ευρωζώνη οδεύει προς μια πιθανή ύφεση και αντιμετωπίζει την εκτίναξη του κόστους δανεισμού.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ η ευρωζώνη αντιμετωπίζει το διπλό χτύπημα του υψηλού πληθωρισμού και της απότομης οικονομικής ύφεσης, σε μεγάλο βαθμό απόρροια του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, που έχει αναγκάσει την ΕΚΤ να αυστηροποιήσει τους όρους χρηματοδότησης, ακόμη και εάν αυτό προκαλεί σημαντικά προβλήματα και πλήττει την ανάπτυξη.
Η ΕΚΤ, η οποία εποπτεύει περισσότερες από 100 μεγάλες τράπεζες στην Ευρώπη, σημειώνει ότι θα εξετάσει τώρα πιο προσεκτικά τους δανειστές που είναι εκτεθειμένοι στους πιο ευάλωτους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και του εμπορίου ενέργειας, και θα παρακολουθεί επίσης στενά τα στεγαστικά δάνεια και τα εμπορικά ακίνητα.
«Τα υψηλότερα επιτόκια και οι υποτονικές ή πιθανώς υφεσιακές προοπτικές ανάπτυξης ενδέχεται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών στο μέλλον», σημειώνεται στην έκθεση της κεντρικής τράπεζας, ενώ τονίζεται ότι μία πρόσφατη εποπτική εξέταση επιβεβαίωσε επίσης ελλείψεις στους ελέγχους κινδύνου των τραπεζών, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των δανείων, την ταξινόμηση των προβληματικών δανειοληπτών και την σχηματισμό προβλέψεων.
Ενώ ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνέχισε να μειώνεται το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και ο αυξανόμενος κίνδυνος ύφεσης έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τις πιστωτικές συνθήκες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την ΕΚΤ «αυτό θα έχει αντίκτυπο στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αν και σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με παράγοντες όπως το επίπεδο υπερχρέωσής τους ή τις δυσμενείς ευαισθησίες τους στο τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, το σοκ στις τιμές της ενέργειας και οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού που προκαλούνται από τον πόλεμο στην Ουκρανία πλήττουν συνήθως οικονομικούς τομείς που συνδέονται με την παραγωγή και την επεξεργασία πρώτων υλών, τους προμηθευτές ενέργειας και τους τομείς έντασης ενέργειας, όπως η γεωργία και οι αεροπορικές, χερσαίες και υδάτινες μεταφορές.
Οι υψηλές τιμές των εισροών επιβαρύνουν επίσης τις κατασκευές, ενώ, για ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι διαταραχές στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο ενδέχεται να επιβαρύνουν επιπλέον τους μεγάλους καταναλωτές φυσικού αερίου, όπως οι παραγωγοί μετάλλων, χημικών προϊόντων, τροφίμων και ποτών».
Την ίδια ώρα, μετά από μια απότομη διόρθωση των τιμών κατά την έναρξη της πανδημίας, οι συνθήκες στις αγορές εμπορικών ακινήτων φαίνεται να σταθεροποιούνται. Ωστόσο, ο τομέας των γραφείων στην Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις από την αύξηση των επιτοκίων και την εκτίναξη του κόστους κατασκευής, τα οποία ενισχύουν την πανδημική στροφή προς την απομακρυσμένη εργασία. Παρά τις επίμονες ενδείξεις υπερτίμησης στη ζώνη του ευρώ, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022, διευρύνοντας περαιτέρω το χάσμα με τις τιμές των ενοικίων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ζωής, τη μείωση των πραγματικών μισθών και την άνοδο των επιτοκίων, δημιουργεί ανησυχίες, ιδίως για τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε χώρες όπου ένα μεγάλο ποσοστό των ενυπόθηκων δανείων έχει κυμαινόμενο επιτόκιο.
Παράλληλα ο εποπτικός μηχανισμός της ΕΚΤ θα διεξάγει πιο στοχευμένους ελέγχους στους δανειστές προκειμένου να ενθαρρύνει τη «δίκαιη και έγκαιρη» αναγνώριση των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών μέσω υψηλότερων προβλέψεων.
«Επιπλέον, η εκτίναξη των επιτοκίων και το υψηλότερο κόστος κατασκευής είναι πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά την αγορά εμπορικών ακινήτων, ιδίως τον τομέα των γραφείων, ο οποίος ήδη υποφέρει από τη μεταβολή των εργασιακών πρακτικών και την αναζήτηση ποιότητας που προκύπτει από την πανδημία», προστίθεται στην έκθεση της τράπεζας. Ένας άλλος βασικός κίνδυνος που πρέπει να παρακολουθείται είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες θα χειριστούν το αυξανόμενο κόστος δανεισμού.
Οι τράπεζες έχουν δανειστεί εξαιρετικά φθηνή πολυετή χρηματοδότηση αξίας άνω των 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ (2,11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων) από την ΕΚΤ, αλλά αυτή η διευκόλυνση τώρα τερματίζεται και οι δανειστές, οι οποίοι έχουν επιστρέψει 800 δισεκατομμύρια ευρώ από τα μετρητά της κεντρικής τράπεζας, πρέπει να επιστρέψουν στη χρηματοδότηση της αγοράς.
Αυτή η επιστροφή μπορεί να είναι πιο περίπλοκη, καθώς το κόστος αυξάνεται και η διάθεση των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου μειώνεται, γεγονός που πιθανότατα θα μειώσει την κερδοφορία των τραπεζών και θα θέσει σε αμφισβήτηση την ικανότητά τους να διατηρούν τους δείκτες ρευστότητας και χρηματοδότησης.