Σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο της αλυσίδας που αφορά στην βιομηχανία της ένδυσης – βαμβάκι, κλωστές και έτοιμο ένδυμα- αναδεικνύεται η χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής & Ετοίμου Ενδύματος και της Eurostat, που καλύπτουν το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την εκρηκτική αύξηση κατά 40% των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων συγκριτικά με πέρσι, αγγίζοντας σε αξία τα 650 εκατ. ευρώ, αλλά και από την αύξηση των εξαγωγών βάμβακος κατά 65%, με αξία τα 300 εκατ. ευρώ.
Στα ενδιαφέροντα σημεία των στοιχείων ΣΕΠΕΕ και Eurostat συγκαταλέγεται επίσης η εκτίναξη των ελληνικών εισαγωγών ενδυμάτων από την Κίνα, κατά 200% το φετινό οκτάμηνο συγκριτικά με πέρσι, με την συνολική αξία τους να αγγίζει τα 430 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι εισαγωγές αυτές δεν παραμένουν στην χώρα μας αποκλειστικά, αλλά προωθούνται στην συνέχεια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεδομένου του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς.
Με δεδομένο ότι οι εισαγωγές από την Κίνα αυξάνονταν έως πέρσι με μονοψήφιο ποσοστό, η φετινή «έκρηξη» ενδεχομένως να εξηγείται από την δραστηριοποίηση της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά και την αναβάθμισή του πλέον σε κύρια πύλη εισόδου αγαθών από την Κίνα στην Ευρώπη.
Η Γερμανία και η Ιταλία εμφανίζονται ως οι δύο βασικότερες αγορές-προορισμοί των ελληνικών ενδυμάτων, ακολουθούμενες από την Κύπρο, την Γαλλία, την Αγγλία και την Ισπανία, ενώ η Τουρκία αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο αγοραστή βάμβακος. Το τελευταίο στοιχείο ωστόσο είναι συγκυριακό, δεδομένου ότι οι αγορές από την Τουρκία που έπρεπε να λάβουν χώρα στο τέλος του 2018 αναβλήθηκαν για τις αρχές του 2019, λόγω της υποτίμησης της τουρκικής λίρας. Κατά συνέπεια, αναμένεται σχετική διόρθωση της τάσης αυτής στο επόμενο διάστημα.
Σημειώνεται ότι αύξηση της τάξεως του 12% παρατηρήθηκε το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους και σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ενώ για το σύνολο της αλυσίδας βαμβάκι-κλωστές-ένδυμα, η αύξηση ήταν της τάξεως του 38%, με την συνολική αξία των εξαγωγών να διαμορφώνεται σε 1,25 δις ευρώ.