Στο πλαίσιο των πολιτικών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την προώθηση δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης και την καλλιέργεια «ενεργειακής συνείδησης» στους πολίτες, από 1ης Ιανουαρίου 2021 αλλάζει το σύστημα των αγγελιών για πώληση ή μίσθωση ακινήτων, όπως αυτές καταχωρούνται στον τύπο και στα ηλεκτρονικά μέσα ή αναρτώνται στα μεσιτικά γραφεία.
Σκοπός του μέτρου –που προβλέπεται από τον Ν. 4122/2013- είναι να υπάρχει ολοκληρωμένη ενημέρωση των ενδιαφερόμενων για το ακίνητο προς μίσθωση ή πώληση, ώστε η ενεργειακή κατηγορία του κτιρίου να αναδειχθεί σε βασικό κριτήριο της λήψης της όποιας απόφασης. Και τούτο διότι η κατανάλωση ενέργειας για τις βασικές ανάγκες του ακινήτου αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών εξόδων του και αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί από τους ενδιαφερόμενους πριν τη σύναψη μίσθωσης ή αγοράς.
Συγκεκριμένα, κάθε κτίριο που πωλείται ή μισθώνεται απαιτείται να έχει Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), ώστε να δηλώνεται η ενεργειακή κατηγορία όπως προκύπτει από αυτό σε όλες τις εμπορικές διαφημίσεις και καταχωρήσεις. Συνεπώς το κάθε κτίριο για να μπει στη διαδικασία της διάθεσης πρέπει να έχει εκ των προτέρων έγκυρο ΠΕΑ.
Τα μεσιτικά γραφεία μπορούν να αναλαμβάνουν εντολή μεσιτείας υπό την προϋπόθεση ότι πριν την οποιαδήποτε διαφήμιση κα καταχώρηση (Τύπο, Διαδίκτυο, κλπ.) θα έχουν τα στοιχεία εγκύρου ΠΕΑ. Οι διαφημιστές, οι εφημερίδες και οι ηλεκτρονικές σελίδες αγγελιών δεν θα παραλαμβάνουν αγγελίες προς δημοσίευση που δεν θα έχουν δήλωση ενεργειακής κατηγορίας.
Σημειώνεται ότι το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης αποτελεί βασικό στοιχείο της «ενεργειακής ταυτότητας» του κτιρίου και απεικονίζει την υπολογιζόμενη ετήσια συνολική κατανάλωση ενέργειας, ανάλογα με τη χρήση του, καθώς και τις ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Στην αγγελία του εκάστοτε ακινήτου απαιτείται να εμφανίζεται μόνο η ενεργειακή κατηγορία (Α, Β κλπ.), όπως ήδη συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις. Δεν απαιτείται να αναγράφονται τα υπόλοιπα στοιχεία του ΠΕΑ, στο πλαίσιο και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων του ιδιοκτήτη του ακινήτου.
Παράδειγμα αγγελίας όπως θα πρέπει να εμφανίζεται από 1.1.2021
«Διαμέρισμα 67 τ.μ. στο Κολωνάκι, 5 λεπτά από το μετρό του Μεγάρου Μουσικής, 3ου ορόφου, διαμπερές, 1 υ/δ, κατασκευή ’71, επιπλωμένο, κεντρική θέρμανση, φυσικό αέριο, κλιματισμός, πόρτα ασφαλείας, τέντες, ελεύθερο, ενεργειακή κλάση Δ (…) Μεσιτικό Γραφείο…»
Η παροχή ψευδών στοιχείων και η έκδοση ΠΕΑ που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα επιφέρουν ποινές που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία (επιβολή προστίμων). Υπόχρεος για την παροχή των στοιχείων και του ΠΕΑ είναι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου.
Η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών κ. Αλεξάνδρα Σδούκου δήλωσε σχετικά: «Η υποχρεωτική αναγραφή της ενεργειακής κατηγορίας στις «μικρές αγγελίες» για τα ακίνητα κινείται στη λογική εμπέδωσης κουλτούρας ενεργειακής εξοικονόμησης που δεν είναι κάτι θεωρητικό, αλλά επηρεάζει τον προϋπολογισμό του καθενός. Όπως εξετάζουμε την ενεργειακή κλάση (άρα και την κατανάλωση ρεύματος) όταν αγοράζουμε ένα ψυγείο, το ίδιο πρέπει να κάνουμε και όταν αγοράζουμε ή νοικιάζουμε σπίτι ή γραφείο και να δίνουμε προτεραιότητα στα πιο αποδοτικά από ενεργειακής πλευράς. Πρόκειται για άλλο ένα μέτρο που δείχνει ότι η εξοικονόμηση ενέργειας είναι «στην καρδιά» του σχεδιασμού του Υπουργείου μας. Κάτι που αντανακλάται άλλωστε και στο νέο «Εξοικονομώ-Αυτονομώ» που τρέχει αυτή την περίοδο –και είναι ο προπομπός ακόμα μεγαλύτερων προγραμμάτων που θα «τρέξουν» το 2021 και τα επόμενα χρόνια. Θα αποτυπωθεί επίσης στο νομοσχέδιο για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης που θα έρθει σύντομα στη Βουλή και θα προβλέπει –μεταξύ άλλων- νέα μέτρα για την προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας και την ανάπτυξη της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών, μέσω π.χ. της εισαγωγής ανταγωνιστικών διαδικασιών για την επιδότηση της εξοικονόμησης ενέργειας, στα πρότυπα των αντίστοιχων διαδικασιών για τις ΑΠΕ. Αποτυπώνεται τέλος και στη νέα Μακροπρόθεσμη Στρατηγική μας που στοχεύει στην αύξηση του αριθμού των Κτιρίων Σχεδόν Μηδενικής Ενεργειακής Απόδοσης και στην επίτευξη του στόχου του ΕΣΕΚ για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38% -σε σχέση με τα επίπεδα του 1990- έως το 2030».