Ισχυρή ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να δώσει η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ στις μεγάλες ιδιοκτησίες, του λεγόμενου συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και η Επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει την κατάργησή του εν λόγω φόρου, ο οποίος επιβάλλεται στα εντός σχεδίου κτίσματα και οικόπεδα αντικειμενικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ.
Στο γενικό πλαίσιο των αλλαγών που προτείνονται στη δομή της φορολογίας, η Επιτροπή Πισσαρίδη τονίζει ότι «οι φόροι στην ακίνητη περιουσία πρέπει να εξορθολογιστούν, να ενοποιηθούν και να περάσουν σε τοπικό επίπεδο. Η κατάργηση του "συμπληρωματικού φόρου" για τους ιδιώτες θα μειώσει τις στρεβλώσεις και θα ενισχύσει την αγορά ακινήτων».
Εξάλλου, καθώς βασική προτεραιότητα είναι να μειωθεί η επιβάρυνση της εργασίας, τονίζεται σε άλλο σημείο της έκθεσης ότι «ενδεχόμενη μείωση των φόρων στην κατανάλωση (και ειδικότερα στον ΦΠΑ και στην περιουσία), δεν κρίνεται ως εξίσου σημαντική προτεραιότητα».
Η έκθεση εστιάζει μόνο στην κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και, εάν η πρόταση αυτή υιοθετηθεί, οι ελαφρύνσεις που θα προκύψουν για περισσότερους από 500.000 ιδιοκτήτες ακινήτων θα είναι πολύ μεγάλες. Περισσότερο ωφελημένοι θα είναι οι φορολογούμενοι με ακίνητη περιουσία άνω του 1 εκατ. ευρώ, τους οποίους ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ επιβαρύνει με συντελεστές άνω του 1%. Αισθητές θα είναι επίσης οι μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης σε ακίνητα της μεσαία τάξης (από 270.000 έως 400.000 ευρώ).
Στην έκθεση γίνεται λόγος για «εξορθολογισμό, συγχώνευση και απλούστευση όλων των φόρων για την ακίνητη περιουσία», χωρίς να εξηγείται αναλυτικότερα αυτή η πρόταση. Συνάγεται, πάντως, το συμπέρασμα ότι δεν θα πρέπει να μειωθούν τα συνολικά έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ, παρά την προτεινόμενη κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, κάτι που σημαίνει ότι η Επιτροπή προσανατολίζεται σε μια αύξηση του γενικού συντελεστή του φόρου, η οποία θα αναπληρώσει τα χαμένα έσοδα από την κατάργηση του συμπληρωματικού, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ουδέτερο για τον προϋπολογισμό.
Σε σχετικό πίνακα της έκθεσης, πάντως, φαίνεται με μεγάλη σαφήνεια ότι η Ελλάδα κάνει... πρωταθλητισμό στους φόρους της ακίνητης περιουσίας, καθώς η χώρα κατατάσσεται δεύτερη στην ευρωζώνη. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση στις επιμέρους κατηγορίες φόρων, μετά τους έμμεσους φόρους, στους οποίους η Ελλάδα έχει την πρωτιά στην ευρωζώνη.
Η ιδέα της κατάργησης του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ έχει συζητηθεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν, καθώς αποτελεί ένα φόρο που επιβαρύνει δυσανάλογα όσους έχουν ή θέλουν να αποκτήσουν, προχωρώντας σε επενδύσεις, ακίνητα σημαντικής αξίας, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι αποτελεί τροχοπέδη στην επιτάχυνση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Το ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε για τα ακίνητα στην Ελλάδα, είχε διατυπώσει σχετική πρόταση, τονίζοντας την αναγκαιότητα ελάφρυνσης των βαρών στη μεγάλη περιουσία για να τονωθεί η οικοδομή. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ με την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ το ΑΕΠ θα ενισχυόταν κατά 1,1 έως 1,4 δισ. ευρώ το χρόνο, ενώ σε μια πενταετία θα μπορούσαν να δημιουργηθούν περισσότερες από 33.000 θέσεις εργασίας.
Μεταφορά των εσόδων στους δήμους
Επιπλέον, η Επιτροπή Πισσαρίδη επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση μια πρόταση που κατ' επανάληψη έχει συζητηθεί στο παρελθόν, δηλαδή τη μεταφορά των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση. Γίνεται λόγος, ειδικότερα, για «σταδιακή μεταφορά του ΕΝΦΙΑ σε τοπικό επίπεδο, με αντίστοιχη προσαρμογή των μεταβιβάσεων από την κεντρική κυβέρνηση προς τους ΟΤΑ». Ουσιαστικά, δηλαδή, η κεντρική διοίκηση θα μειώσει σταδιακά τη χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς θα μεταβιβάζονται στους ΟΤΑ τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ.
Όπως εξηγείται, «οι περισσότερες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων είναι αυτές μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι επικαλύψεις αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν με το να δοθούν σταδιακά περισσότερες αρμοδιότητες στους δήμους και τις περιφέρειες, έτσι ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται να ανταποκρίνονται καλύτερα στις τοπικές ανάγκες και συνθήκες. Για παράδειγμα, η λειτουργία ενός σχολείου ή νοσοκομείου μπορεί να ανατεθεί στον δήμο όπου αυτό βρίσκεται, με την κεντρική διοίκηση να καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο λειτουργίας.
Η παραπάνω μεταρρύθμιση θα πρέπει να συνοδευτεί από δημοσιονομική αποκέντρωση. Ο δήμος στο παραπάνω παράδειγμα θα πρέπει να έχει τους απαιτούμενους πόρους για να διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του σχολείου ή νοσοκομείου. Ο δήμος θα πρέπει επίσης να λαμβάνει πόρους μέσω μιας διαφανούς διαδικασίας που να προάγει τη χρηστή διαχείριση. Μια τέτοια διαδικασία είναι να λαμβάνει ο δήμος ένα σταθερό ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία των ακινήτων που βρίσκονται στην επικράτειά του. Αυτό θα δίνει στον δήμο έναν προβλέψιμο προϋπολογισμό, και θα
τον καθιστά καλύτερα υπόλογο στους δημότες του καθώς θα διαχειρίζεται έσοδα από τους φόρους
τους».
Η έκθεση δίνει την απάντηση στην κριτική που ασκήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους ΟΤΑ θα φέρει μεγαλύτερους πόρους στους πλούσιους δήμους και θα στερήσει πόρους από τους φτωχότερους δήμους: «Ο ρόλος του κράτους σε αυτό το σύστημα θα είναι να εποπτεύει, καθώς και να αναδιανέμει πόρους από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους δήμους ή περιφέρειες», τονίζεται στην έκθεση.