Στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ελλάδα για την αναγκαιότητα ή μη της δημιουργίας μιας bad bank, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων, παρεμβαίνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ρίχνοντας το βάρος του με κατηγορηματικό τρόπο υπέρ των σχετικών προτάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και υπογραμμίζοντας, μάλιστα, ότι το θεσμικό πλαίσιο για την «κακή τράπεζα» μπορεί να σχεδιασθεί έτσι, ώστε να είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο για τις κρατικές ενισχύσεις και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων.
Όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, είναι επείγουσα η ανάγκη να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών, ώστε να μπορέσουν να επιτελέσουν το ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, καθώς μάλιστα η νέα κρίση που προκαλείται από την πανδημία θα αυξήσει την ανεργία και τις εταιρικές πτωχεύσεις, προκαλώντας τη συσσώρευση νέων προβληματικών δανείων. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι με διαφορά ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ πολύ υψηλό είναι και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, που υπερβαίνει κατά πολύ το 100%.
Ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει στην έκθεσή του ότι το σχέδιο «Ηρακλής» που έχει θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση για την τιτλοποίηση δανείων με κρατικές εγγυήσεις θα βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν αρκετά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με την κινητοποίηση κρατικών εγγυήσεων ύψους 12 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα αποαναγνωρισθούν «κόκκινα» δάνεια ύψους 30 δισ. ευρώ (40% του συνόλου) από τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Όμως, τονίζεται από τον ΟΟΣΑ, «το σχέδιο "Ηρακλής" έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του αποθέματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), αλλά η κυβέρνηση απαιτείται επειγόντως να αναπτύξει και να εφαρμόσει μια συνολική λύση για να αντιμετωπισθεί το ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στους τραπεζικούς ισολογισμούς, αλλά και για τη μείωση των δανείων που θα μείνουν μετά την εφαρμογή του σχεδίου "Ηρακλής"». Όπως έχει τονίσει το Business Daily, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις χαμηλώνουν την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, επειδή δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει ότι στο άμεσο μέλλον πρόκειται να αυξηθούν ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων στο 75%.
Οι τράπεζες, όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ, άρχισαν να τιτλοποιούν ΜΕΔ με το σχέδιο «Ηρακλής», παρά τις δυσκολίες που δημιούργησε η πανδημία. Όμως, απαιτούνται και μέτρα που θα ακολουθήσουν την εφαρμογή του σχεδίου και θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την περαιτέρω χρήση του κρατικού προϋπολογισμού για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκαμψη των επενδύσεων. Ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ότι, σε αυτό το πλαίσιο, η κοινοτική οδηγία για την εξυγίανση τραπεζών (Bank Recovery and Resolution Directive - BRRD) και οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις περιορίζουν τη δυνατότητα της κυβέρνησης να παρέμβει (σ.σ: τούτο διότι οι κοινοτικοί κανόνες επιβάλλουν «κούρεμα» πιστωτών και ενδεχομένως καταθετών, πριν επιτραπεί μια κρατική ενίσχυση τράπεζας).
Σε αυτό το σημείο, ο ΟΟΣΑ υπενθυμίζει την πρόταση που έχει υποβάλει από το 2018 η Τράπεζα της Ελλάδος για τη μεταφορά ΜΕΔ και αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (σ.σ.: bad bank). Με αυτή την πρόταση, όπως εξηγείται, η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών θα βελτιωνόταν γρήγορα, επιτρέποντας στις τράπεζες να εστιάσουν στη βασική τους δραστηριότητα και ενισχύοντας τη δυνατότητά τους να αντλήσουν νέα κεφάλαια από την αγορά. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη μετατροπή των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων σε ανέκκλητες απαιτήσεις του οχήματος ειδικού σκοπού έναντι της ελληνικής κυβέρνησης. Το ύψος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που θα μεταφερθούν στο όχημα ειδικού σκοπού θα είναι ίσο με τη διαφορά ανάμεσα στη λογιστική και στην αγοραία αξία των ΜΕΔ που θα μεταβιβασθούν.
Οι προτάσεις της ΤτΕ, σημειώνει ο ΟΟΣΑ, έχουν την αρετή να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τα δύο προβλήματα στους τραπεζικούς ισολογισμούς, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (σ.σ.: στο ενεργητικό) και τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (σ.σ.: στο παθητικό). «Η πρόταση θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω και να εξειδικευθεί», τονίζει ο ΟΟΣΑ, ενώ ακολούθως εξηγεί ότι οι κανόνες της Κομισιόν για τις εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, δηλαδή τις «κακές τράπεζες», που εκδόθηκαν το 2018, περιγράφουν διάφορους τύπους τέτοιων εταιρειών, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ακόμη και κρατικά κεφάλαια για τη στήριξη των τραπεζών, με τρόπο συμβατό με το BRRD και τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Με άλλα λόγια, το σχέδιο για bad bank μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς να τεθεί ζήτημα εξυγίανσης τραπεζών, με δυσμενείς συνέπειες για τους πιστωτές και τους καταθέτες τους.